Πότε ήταν που ερχόταν στην δουλειά
Να ζητιανέψει
Προκαλώντας αμηχανία δυσαρέσκεια
Σκαλίζοντας το παρελθόν
που διέλυσε η παστρικιά
λήθη
Κάτι γνώριμο
Κάτι γνωστό
Ποτέ δεν το επέστρεψε η λήθη
Λερή ζητώντας ένα κομμάτι
Ψωμί
Ζώντας σε πλαστικό παράπηγμα
Συντροφιά με πετεινά του ουρανού
Τους ήχους της τεχνητής λίμνης
Τις φλύαρες πάπιες
Τους κρυψίνους αρουραίους
Το θρόισμα των δέντρων
Το κλάμα τους, τους οδυρμούς
Όταν ο αέρας βιαιοπραγούσε
Ατιμώρητος
Θα καταπράυνε την μοναξιά τον πόνο
Την ματαίωση
Με το γλυκό παροδικό παυσίλυπο
Φάρμακο του γελαστού Διονύσου
Σαν τα μάτια της να απέφευγαν
Να με κοιτάξουν
Είχαμε άραγε συναντηθεί ξανά
Σε ατόν τον αδιάφορο κόσμο
Ύστερα μάλλον εκδιώχτηκε
Από το σαθρό κατάλυμα
Το στέκι της κοντά στην πλατεία
Χαρμάνια ανθρώπινης αφροντισιάς
φθηνή αλκοόλη, αμμωνία,
άστεγος ιδρώτας
όλο το πενιχρό βιός
συνωστισμένο σε ρυτιδιασμένες
πλαστικές σακούλες
εθεάθη στον οίκο του θεού
μνημόσυνα
ανοίγουν τα δύσκολα χέρια
κάτω από το βλέμμα
αργότερα σε άλλους δρόμους
το ίδιο φορτωμένο βάσανα πανωφόρι
χαμόγελο αναγνώρισης
And then ησύχως
Disappear
ασφαλή γηροκομείο
στα Ηλύσια πεδία
στις αγκάλες του Μορφέα
επιστροφή σε φιλόστοργο μέρος
What Ever
Happened To homeless woman?
μέρος =μέρος, τόπος, αγρός, οικόπεδο, οικογένεια