30/4/17

gravity fall



Έμεινε να παίζει πασιέντζες
Εμπρός σε λερό P/C
Αναζητώντας σημάδια αγάπης
Με αγαπάει δεν μ αγαπάει
Με σκέφτεται δεν με σκέφτεται
Αργοπεθαίνει ο κόσμος της γύρω
Αδύναμη να παίξει τον διασώστη
Το τέμπο του κόσμου
Αργοανασαίνει
Ψάχνοντας το ελιξίριο της ζωής
Εχάθη η ζήση
Ακούραστα τα αγαπημένα στρουθία
Συμβουλεύουν άσκοπα

 

Η άνοιξη αποχωρεί με μεγαλοπρέπεια
ως είθισται
ο Σίσυφος σπρώχνει αισιόδοξος
την αμετάβλητη κοτρόνα του
για τίποτα δεν θα άλλαζε
το παρελθόν του
καθώς κυλά η ταφόπετρα
πάλι στην αφετηρία
σηκώνει το κουρασμένο
ιδρωμένο πρόσωπο
ψηλά στους αποτρόπαιους εγωιστές
θεούς τους φτύνει














But there s unfortunately gravity fall

29/4/17

πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα




Εσύ είσαι Δαρείε στην φωτογραφία
Αν δυστυχώς είσαι
Είχαμε συναντηθεί
Στο Σύνταγμα και
Στο δρόμο του μελλοντικού Μεσσία
Του κράτους
Σε ρώτησα σου έκανα παρατήρηση
Δεν θυμάμαι
Με αγνόησες
Δεν με άκουσες
Μια σπιθαμή χανόμουν
μπροστά στο παράστημα σου
Τότε ήταν που τα νεαρά
Ματ-άκια
Ανίδεα
Από κακή χρήση των αεροζόλ
Αυτοψεκάστηκαν
Έτρεχαν τα δάκρυα τους
Παραλίγο να τα βοηθήσω
Να κλάψω από το πόνο
Άπειρα παιδαρέλια
Το βάπτισμα του πυρός
Εκεί ήταν η μάχη
Οι απωθήσεις
Οι τραγελαφικές εικόνες
Και στο σύνταγμα αγέρωχος
Έδινες εντολές διαταγές
Μου θύμιζες αρχηγό στο
Αιματοβαμμένο Κόσσοβο
Προβληματιζόμουν
για την προσωπική σου ζωή
είχες γονείς, γυναίκα, παιδιά
αν έσκυβες στην κούνια του παιδιού σου
έσκυβες Δαρείε
χαμογέλαγες
πίστευες και εσύ
θα έβαζες τάξη στο κόσμο
θα μας συμμόρφωνες
όπως συμμορφώνουμε
και εμείς τους άλλους
όλοι νομίζουμε ότι είμαστε αγωνιστές
κάτω από διαφορετικά ξένα κούφια λάβαρα
τώρα ταξιδεύεις εν τόπω χλοερώ
όλοι μια χούφτα κόκκαλα
ρα τίς στι, βασιλες στρατιώτης,
πλούσιος πένης,
δίκαιος μαρτωλός;
 

καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ
πᾶν πλημμέλημα
ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον

καλή αντάμωση
ίσως κάποτε  βρούμε το κοινό σωστό

19/4/17

The last hope



 

Φως στο σκοτάδι
Το αγαπημένο πρόσωπο
Μες τα τρυφερά χέρια
Ακατανίκητη δύναμη
Το πονεμένο σώμα
Να κουρνιάσει
Στην απρόσιτη
Εμβρυϊκή καμπύλη
Speechless, moveless , breathless
 
Πανάκεια της φοβερής θλίψης
Get older and older
No time
Η αποτρόπαια σήψη is coming
Baby are you there?
When θα γείρει η ψυχή
Στο stranger  body
Πότε θα γνωρίσει  την smell σου
 
Ο βίος βραχύς αμέτρητη η επιθυμία
Συνάμα και η τρέλλα
Περικυκλώνει την σαστισμένη ψυχή
Όλο το φως για σένα
Η φλογίτσα θέλει να σε ζεστάνει
Όμορφο θαλπωρό φως
Να καλύψει την ψυχρή ζωή
Κοντά πολύ κοντά
Ένα 
 
Απλησίαστος φάρος
Στην φθονερή θάλασσα
Hurry up
????

Χάσμα μέγα















Αθέλητα ρίζωσε προ του πυλώνα
Ανοιχτές οι νοητές πληγές
Ανέστιος ζει την ζωή του άλλου
Ο νους κόλλησε στην μορφή
Επαίτης σε ξένες αυλές
Αόρατος
Συνεχίζουν φορώντας τις
Αδιαφανείς παρωπίδες
Πολλά τα βάσανα
Των ημετέρων και των άλλων


















Πτωχός ηλκώμενος
Επιθυμεί να χορτάσει
Από τα ψιχία που θα πέσουν
Αθέλητα από το τραπέζι του πλουσίου
Σπλαχνικά τα σκυλιά
Έγλυφαν τις αγιάτρευτες πληγές
 
Στο σπίτι ο πλούσιος
Φορεί πορφύρα
Ευφραίνεται λαμπρά
Δεν γνωρίζει ότι
Στο ζοφερό μέλλον της ελπίδας
Κάποτε θα ικετεύει
Σταγόνες νερού από
Το βρωμερό δάκτυλο
να σβήσει τη φλόγα

μεταξ μν κα μν χάσμα μέγα

δεν γίνεται και εδώ

ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς

 

18/4/17

Cultivation of sadness



ΘΑ ΣΕ ΑΦΉΣΕΙ
ΆΡΑΓΕ Η ΣΚΈΨΗ ΜΟΥ
Θα προχωρήσω σε όνειρο
Που θα είσαι καλά κρυμμένος
Παλίμψηστο
Που καμία μέθοδος δεν θα σε αναδύει
Θα κρυφτείς καλά
Θα έρθει η Λήθη
Να βάψει το μυαλό μου
Να σε εξαφανίσει
Όπως το κυματάκι το απαλό
Σβήνει το σ΄αγαπώ στην άμμο
 
Θαρθει η λησμοσύνη η μαγική
Να θεραπεύσει τις ανόητες
άσκοπες πληγές,
ποιος ξέρει
δύσκολος ο δρόμος
δεν αντέχει η ψυχή
απόκαμε
θα κάτσει στην εγκαταλελειμμένη
πέτρα στην άκρη
να ξαποστάσει
 
θα μάθει να χαίρεται
με το αεράκι που σιγομουρμουρίζει
τον γαλανό ουρανό
με τα άσπρα κεντίδια
το γέλιο του μωρού
στην αγκαλιά της μάνας
τα τιτιβίσματα των κοριτσιών
που μιλούν για αγόρια
τις φωνές των παιδιών
που παίζουν μπάλα
το ζευγαράκι που περπατά
αμέριμνο στο δρόμο
τον παππού που ανεβαίνει ακόμα
μόνος στο έρημο βουνό
όλα τα άνθη του αγρού
είναι στην αγκαλιά σου
αργοσαλεύουν γελαστά
χορεύουν τραγουδάνε
 
αγαπημένη λεξιθηρία
will you give me happiness?
 

μαυροκάτα



Γυάλιζαν ατρόμητα
τα πράσινα μάτια της
Στο φως του μεσημεριού
Μαυροκάτα[1]  
Άγριο βλέμμα
Ήθελε να μπει στα
τρίσβαθα της ψυχής μου
Όλες οι προκαταλήψεις, οι προλήψεις.
Τα στερεότυπα
Ανάβλυζαν από το κρυμμένο
Υπερεγώ
 
Γρουσουζιά κάτι κακό θα συμβεί
Λες και περιμένω την black cat
Για να συμβούν τα χείριστα
Που να κρυφτούν οι μαύρες γάτες
Κουβαλούν οι άμοιρες
το φορτίο της κακοσημαδιάς
την κοιτώ κατάματα
να μην μου κόψει το δρόμο
ως λένε
να πάει στην γωνιά
η δύναμη του βλέμματος ισχυρότερη
δεν αλλάζω δρόμο
συνεχίζω να περνώ
από το τόπο διαμονής
των σατανικών γατιών
 
τις σκοτεινές μέρες
πέφτει το μίζερο βλέμμα
στ αθώα ζωντανά
περιμένοντας τα χειρότερα
όταν έχω κέφι
τις καλημερίζω
τις όμορφες κατάμαυρες γάτες
με τους  αστραφτερούς οφθαλμούς
πολεμώντας τις προλήψεις
και τους ανόητους φόβους
κοιτάζω
κατάματα το απροσδιόριστο  κακό
άλλες φορές τρομάζει
από την δική μου κακία
τρέχει να κρυφτεί
ενίοτε με κοιτά αναιδώς
αλαζονικά
διαπερνά αδιάφορα κάθετα
με την ησυχία της
τον δρόμο μου
και εγώ βρίσκω την αιτία
των καθημερινών αναποδιών
των ατυχών συμπτώσεων
και βεβαίως της ανθρώπινης κακίας
 
The day’ s advice
Ζευγάρωμα των μαύρων κατουδίων[2]  
Με διαφορετικού χρώματος ταίρια
σύμφωνα με τους νόμους του Μέντελ
(οφείλει βέβαια το κακό να είναι
υπολειπόμενο γονίδιο)
εξάλειψη του φοβερού χρώματος
θα επικρατήσει το λευκό και το μπασταρδί
 να διαβαίνουν οι φιλήσυχοι διαβάτες
Ειρηνικά
Μακράν του φθονερού κακού
Ήσυχοι εις τας εργασίας των
Έτι εις τας χρηστάς οικογενείας των.

 






[1] μαυροκάτα = μαύρη γάτα

[2] κατούδιν = γάτα

Only thinking





φέψιμον[1]













Where re you?
Που γυρνάς ελεύθερο ερείπιο
Στην αδιάφορη πόλη
Ψάχνοντας την ελπίδα σου
Στους ρυπαρούς δρόμους
Οδοιπόρος  
Περπατάς ανέλπιδα
Να απαλλαγείς από τους εφιάλτες
Να φτάσεις στην Φάτα Μοργκάνα
Που μόνο εσύ βλέπεις
 
Κουβαλώντας
την απατηλή εικόνα σου
εξαφανίζονται
τα άβαφα άλουστα μπερδεμένα μαλλιά σου
κόμη της Μαγδαληνής
που σκούπισε τα
μυρωμένα πόδια του Νυμφίου
το ώριμο πρόσωπό σου
πρόσωπο κοριτσιού
η πρώτη μέρα της άνοιξης
ανθίζει
χωρίς ψιμύθια χωρίς τις ροζ σκιές
το χτυπητό κραγιόν
τα λερωμένα σου ρούχα
ευωδιάζουν
ενδύματα της Βασίλισσας του Σαβά
λάμπουν στην σκοτεινιά της πόλης
 
άφησες την ασφαλή στενή
φαρμακωμένη φυλακή σου
ξέφυγες από τον Άργο με τα εκατό μάτια   
δραπέτευσες στο  απατηλό όνειρο,
πένης, πλάνητας, ανέστια,
έξω στην πλάνα πόλη
τα αγκάθια της ζήσης
πληγώνουν τα παραμελημένα
πόδια σου
αδιάφορο
μακρινός ουτοπικός αντικατοπτρισμός
ο δικός σου  Όνειρος
Άνοιξη και όλα τα ζωντανά
Γεμίζουν με προσδοκία
Σκορπίζει ο πονηρός Έρωτας
Την σκόνη της αγάπης
 
Τι κάνεις;
Γυμνή μοναχική η ψυχή σου
τι οκ χει ξένος τν κεφαλν που κλίναι
Κρυώνει άραγε
Αναζητώντας το όραμα
Ζεστό φιλόξενο σπίτι
Παιδιά και ένα ταίρι
Σε περιμένουν ακούραστα
Χάνεσαι στην άναρχη πόλη
Χωρίς έρμα, χωρίς πυξίδα
Χωρίς GPS,
Ι cant help you
I am lost too 
 
Θα επιστρέψουμε
Δέσμιες, βρώμικες με ανοικτές
Πυοαιματηρές αθεράπευτες πληγές
στην ασφαλή άγονη 
ασφυκτική λογική μήτρα
I am thinking about you
Only thinking

 


[1] φέψιμον = φυγή, δραπέτευση

αναλυσία



Έλα τελείωσε και αυτό
Ώρα να κινήσουμε για αλλού
Έδυσε ο ήλιος από πολλού
Άφεγγη η νύχτα
Κανείς δεν καρτερεί
Νεκρική σιγή
Στην πολύβουη πόλη
Ατμίζει το μπετόν
Δεν λιώνει ο πάγος
 
ου οραματίζομαι,
Σωτήρ μου,
Σωτηρία
Ας ξαποστάσουμε
Στην σκοτεινή σκιά
Των πάνσοφων ξερών κορμών
Ας κλείσουμε τα μάτια
Και ίσως έρθει ο Μορφέας
Με την βαφτιστήρα του
Ανακούφιση από  την αγωνία
Τον ανόητο πόνο
Σε τιμή Προσφοράς η  επιθυμητή αναλγησία
At last, Έξοδος από την αναλυσία [1]

 



[1] αναλυσία = λασπώδης κατάσταση


Χρυσάνθεμον το στεφανωματικόν (Chrysanthemum coronarium)



Ξεπροβάλλουν με θάρρος
Οι κίτρινες μαργαρίτες
Όπου βρουν λίγο χώμα
Απλώνουν το φωτεινό
χαμόγελό τους
simple  στεφάνια
χρυσάνθεμα σε μικρογραφία
κάλλος ανείπωτο
πλημμυρίζουν πανέμορφες
τα μη οικοδομήσιμα
αστοτεμάχια
 
απλώνονται στους αγρούς
λικνίζονται ανέμελες
σιγοκουβεντιάζουν
με το αεράκι
 
ερωτοτροπούν αθώα
με κάθε είδους δίπτερα
άναρχες αυτόνομες
αυξάνει· ου κοπιά ουδέ νήθει·
ντυμένες με τα γιορτινά τους
δεν σκέφτονται
αριον ες κλίβανον βαλλόμενον
χαίρονται το τώρα
ταπεινές ασήμαντες
ελεύθερες εκθέτουν την ωραιότητα τους
μακριά από φραγμένους κήπους
περιποίηση λιπάσματα
αυτοφυείς αυτόνομες
απαλλαγμένες από τις βιοτικές ανάγκες 
 
στολίδια της εύθυμης Άνοιξης
δεδομένες
κάθε Άνοιξη εδώ
τόσο λίγο εκτιµηθείσες
έπρεπε επισκέπτρια του
κλεινού άστεως
να τις δει να τις θαυμάσει
να τις μεταφυτεύσει
στον κήπο της
να τις δούμε με άλλο μάτι
την αρμονία την συμμετρία
το κίτρινο, όλη την απαστράπτουσα
ομορφιά  
απαράμιλλες με τα φημισμένα
ηλιοτρόπια
 
χρόνια, όμορφες, ήσυχες
αθόρυβες, αδάπανες, υποτιμημένες,
κοβλακίτες[1] στα περιθώρια
των σκληρών δρόμων
στέκουν όρθιες
ακολουθώντας το φως
χαμογελώντας στο
εισαγωγής expensive σόι τους 
 



[1] κοβλακίτα = μαργαρίτα

17/4/17

Κιτρέα η νεραντζέα (Citrus × aurantium)



H σκουττουλάδα[1] της άνοιξης
Στους μουντούς δρόμους
Ισχυρός  στατικός ηλεκτρισμός
Διαπερνά τα σωθικά
Παραλύει ο νους
Ακράτητος πόνος στην καρδιά
Το άρωμα των πικρονερατζιών
Ακατανίκητο, μαυλιστικό
Γεμάτο ανεκπλήρωτες υποσχέσεις
Απτές και απρόσιτες
 
Χαρμολύπη
Γλυκόπικρο αθέλητο μειδίαμα
Η αφιλόξενη πόλη μεταμορφώνεται
Ελπιδοφόρα
Αίσια για λίγο
Όσο σε συνοδεύει
Το άπιαστο θαύμα
 
Ραίνουν τα παρατημένα πεζοδρόμια
Με τους ευωδιαστούς
Πανάλευκους ανθούς
Τάπητες υπόχρωοι
Σιγοσβήνουν
Ήχοι των πεθαμένων ανθέων
Εκπέμπονται  
 



 Ήσυχες διακριτικές

αθρόιστες όλες τις εποχές
Σφραγίζουν την παρουσία τους
Λαμβάνουν συγχώρεση

















Άτοπα φυτεμένες σε στενά πεζοδρόμια
Εμποδίζουν τους διαβάτες
Τα καροτσάκια των μωρών
Τα καροτσάκια της λαϊκής
Μαζεύοντας τον ρύπο της πόλης

Ζουν
Ευλογημένες
Μυρωμένες
Εκδικητικές
Ηδεία άνθη πικροί καρποί



[1] σκουττουλάδα = ευχάριστη οσμή, ευωδία


16/4/17

Εαρινή πόλη



Ax αυτά τα άκτιστα
Αστυκοτεμάχια
Πλημμυρίζουν από ηλιοτροπικές
Κατακίτρινες μαργαρίτες
Λαμπερές οάσεις
Στρέφουν τα θαυμαστά
Κεφαλάκια τους
Προς τον πλάνο απριλιάτικο ήλιο
Με χαρά δέος
Τον ακολουθούν σιωπηλά
Αφήνονται στο άπλετο
Ζωοδότο φως
 
Κατακόκκινες παπαρούνες
Σταγόνες αίματος του
Ζαβολιάρη Έρωτα
Χορεύουν αλλάζουν
Συνεχώς παρτενέρ
Αφήνονται στο ανοιξιάτικο
Αεράκι
Στις εξατμίσεις των μίζερων
Μεταφορικών μέσων
Χαμαί υψώνουν με θάρρος
Τα χαμόμηλα τα ευωδιαστά κεφάλια
 
Η τέφρα της πόλης
Εξαφανίζεται
Αναπάντεχες σαϊτιές ελπίδας
Στο σκληρό τσιμέντο
Το μάτι αγαλλιάζει
Η ψυχή γεμίζει ευφροσύνη
Ελπίζει
Τα σφιγμένα χείλη
Αθέλητα χαλαρώνουν
Μειδίαμα ανασταίνεται
Η ζωή αισιόδοξη απλώνει
Την ταπεινή πολύτιμη
Γλυκεία προίκα της
Θνητή εφήμερη
Λαμπρή
Αδιάφορη για την  σκοτεινιά  
Που αναδύεται από παντού.
Αδιάφορη για τις πληγές
Χαμογελά
Σιγοψιθυρίζει
I am  γλυκιά
And the death is  μαυρίλα  

13/4/17

καπνὸν ἀποθρῴσκοντα




Όπως μου τα είπε

Έστειλε τα παιδιά σχολείο
Ντύθηκε στην πένα
Βάφτηκε όπως θα την έβαφε
Εξειδικευμένος μακιγιέρ
Έτοιμη να ζήσει τη μέρα
 
Κατηφόρισε προς το
Κρεοπωλείο-ψησταριά
Παρήγγειλε με βαριεστιμάρα
Το μεσημεριανό φαγητό
Σουβλάκια και ξηρά τροφή
Και αφέθηκε στο άνετο καναπέ
Της καφετερίας
Άλλες ομοιοπαθούσες
Ήταν ήδη εκεί
 
Παρήγγειλε το ξενικό καφέ
Έβγαλε τα ακριβά τσιγάρα
Άρχισε η κουβέντα
Για την άχαρη ζωή
Των άλλων
In the past
Οι γεννέτρες[1] χωρίς
πλυντήρια πιάτων κτλ
από την ανατολή του ηλίου
μέχρι βραδίας
έτρεχον
άνδρας, τέκνα, πεθερικά,
γονικά, οικιακά,
να μπαλώσει να ξηλώσει
δεν είχον ανάγκη ψυχοθεραπείας
οι σωτήριες παρωπίδες του υμέναιου
κατεύθυναν τον μάταιο βίον
υπήρχον κατά το πλείστον
στόχοι και σκοποί 
 
άμοιρες γαρήδες[2]
μεταβιβάζουν τας ευθύνας
του κοινού βίου
στο έτερον ήμισυ
αγκομαχά και αυτό
να εύρει τον ρόλο του
αναζητώντας το νόημα
της ζήσης
εις τάς χλς το ναθρώσκοντος
τιτινίου[3]
από υπερτιμημένη απαγορευμένη τζίκαρη[4]

 
ατρ η ουδεμία,
έμενος κα καπνν ποθρσκοντα νοσαι
ς γαίης που ανήκει, θανέειν μείρεται.

κι η καμία εκείνη, λαχταρώντας
και μοναχά καπνό απ᾿ τον τόπο που ανήκει
να ιδεί ν᾿ ανηφορίζει,
ανέλπιδος ποθεί το θάνατο.





[1] γεννέτρα = γυναίκα που γεννά παιδιά

[2] γαρή = γυναίκα

[3] τιτίνιν = καπνός

[4] τζίκαρη = τσιγάρο