29/10/17

αναφόραχτη απαντία


αναφόραχτη[1] απαντία[2]

Ο ήλιος δεν λέει να μαλακώσει
Το μεθώπορον
Παλεύει να κυριαρχήσει
Τα σώματα γυρεύουν θερμορύθμιση
Ιδρώνουν και κρυώνουν
γυμνός ο ουρανός
απλώνει αθώα
τη γαλανή  καθάρια αγκαλιά του  
τα νεφόπα αναποφάσιστα
τον ντύνουν
τον ξεντύνουν
άσπρος αφρός τα πέπλα τους
σκορπίζουν
θυμώνουν ύστερα μαυρίζουν
ένα αεράκι τρυφερό χαϊδεύει
τα κλαδάκια
ματαιωμένες οι δενδρώδεις
μηδικές
μοιρολογούν τα νιάτα τους
τα πράσινα τρυφερά βλαστάρια
απέμειναν άνυδρα κλαδιά
τα light green earrings  
ρυτίδες ζαρωμένα
διψά η γη
ζητά νερό και ο ουρανός δεν δίνει
κυκλάμινα ολιγαρκή
σκορπούνε την ελπίδα
κίτρινοι βολβοί
προσφέρουν μέγα δείπνο
ζωηρά   ανηφόριζαν
οι νεαροί
να εύρισκα μια δουλειά 
και με 300 ευρώ αρκεί
να ήταν κοντά στο σπίτι
σε βενζινάδικο
ότι να ναι
φαντάσου να βρεις
δουλειά σε φούρνο
τα τσιγάρα ένας καφές
φιλόστοργοι γονείς
πετάει μακριά η ελπίδα
ανθίζει η ανεργία
στοιχειωμένο γλοιώδες μέλλον
300 ευρώ
λαχταριστά μακρινά λουκούμια
και πέρα  οι ταρτούφοι-ισες
μεμψιμοιρίες
μουρμουρητά και γκρίνια
αισιόδοξα βάδιζαν τα παιδιά
στον κακοτράχαλο
ανηφορικό  δρόμο
μες την καμένη γη
ίσως βλέπανε
τα ταπεινά κυκλάμινα
που έστελναν
χαμόγελα ελπίδας
και ο γαλάζιος ουρανός
τους έστελνε αγάπη
ο άνεμος τους ψιθύρισε
γλυκιά η ζωή
κι είστε τόσο νέοι
απλώνεται η πέτρινη πόλη
σκληρό το μήνυμα της
 
μία μερμήγκα εργατική
ειρωνικό χαμόγελο
μου έστειλε
και μου έκλεισε το μάτι
αχ μου είπε
άλλοι δουλεύουνε
ανασφάλιστοι
από το πρωί ως το βράδυ
βορά του πάσα ένα
για ένα σπυράκι φαγητό
ζωή χωρίς αγάπη
μόνο δουλεία συνεχή
έφυγε βιαστική
δεν πρόλαβα
να ψελλίσω

 



[1] αναφόραχτα =απροσδόκητα, αιφνίδια

[2] απαντία =συνάντηση

Περί ηρωικής γαλής

Πάγωσαν στη θέα
Παρείσακτου
Τα συμπαθητικά κατοπούλλα[1]
Απόμειναν να κοιτάζουν
με απορία  και φόβο
Ακίνητα
Έτρεξε το ένα να φωνάξει την μαμά μου
Απόμεινε να κοιτάξει έκπληκτο
Ολίμαυρο






























Πλησίασε η φιλόστοργος μήτηρ
Τρομερή αγροκάτα [2]
Αθόρυβα
Οι μαλακές πατούσες μόλις
που άγγιζαν το λερό υπόστρωμα
Ευλύγιστη σε ετοιμότητα
Μανέα [3] από την Κόλαση
οι φωσφορίζοντες οφθαλμοί
εξέπεμπαν ισχυρά ακτινοβολία
οι κόρες δύο κατάμαυρα βακτηρίδια
Η αδυσώπητη τζαραφοκότα[4]
Έτοιμη να χιμήξει
Να χώσει τα οξέα νύχια της
Στους αγαθούς γλαρωμένους οφθαλμούς
Να βυθιστούν στην ώριμη σάρκα
να ματώσουν οι παρωχημένες παρειές
Οι οδόντες εξαφανισμένοι  
Μυστικό όπλο
Οι μύστακες τανυσμένες χορδές
Έτοιμες να παιανίσουν
Πολεμικά εμβατήρια
Πανέτοιμος να αντιμετωπίσει
Τον απροσδόκητο εχθρό
Στάθηκε απέναντι
Το ακίνητο σώμα
Εξέπεμπε ενέργεια δύναμη
Επιθετικότητα απτή
Το σατανικό βλέμμα
Εισχωρούσε υπνώτιζε
Έστελνε μηνύματα
Αιματηρής επίθεσης
Η κονικλοκουδούσα καρδία
Πτερύγισε
Αι παρειές χρωματίστηκαν ροδαλές
Πλην εντράπει
Να τραπεί εις  φυγήν
Τα βλέμματα αναμετρήθηκαν
Βουβός διάλογος
Πρόσεχε ένα βήμα και στην άναψα
Μακριά από τα παιδιά μου
I only want to take a photo, please
Keep your καταπούλια
They are secure
Ο ενσαρκωμένος εωσφόρος
Ακίνητος απειλητικός
Η μαροκάτα
Ατρόμητη μητέρα
Ενέδρευε
Το μικρό κατοπούλι
Νιαούριζε κάνοντας κύκλους
Γύρω από την ατρόμητη μητέρα
Ή μήπως πατέρα
Ta snapshots   τραβήχτηκαν
The amateur photographer
Ιχναρέφθηκε[5]
Με το κεφάλι ψηλά
Αφήνοντας την μονογονεϊκή οικογένεια
Να παίζει κυνηγώντας τις ουρές των
Να διεξάγει φιλικούς αναίμακτους αγώνες
Και να νιαουρίζουν χαρούμενα

 




[1] κατοπούλλα =νεογνό γάτας

[2] αγροκάτα =άγρια γάτα, αίλουρος, μεταφ. γυναίκα δύστροπη

[3] μανέα =κάρβουνο, μύκης μαύρος, αραχνιά, αράχνη


[4] τζαραφοκότα =γάτα που προξενεί αμυχές

[5] ιχναρεύω =απομακρύνομαι


Αραθυμαγμένο Κόμπωμα

Αραθυμαγμένο[1] Κόμπωμα[2]















 Πείσμων Ο ήλιος
Δεν λέει να παραδώσει
Στο άβουλο μεθώπορον
Μάχεται μέχρι εσχάτων
Δεν κάνει βήμα πίσω
 
Den ήταν ο ήλιος
Ο καυτός που
Έρεε ο ίδρος
Ήταν απελπισμένα σώματα
Που έκλαιγαν
Ασταμάτητα
Μάχονταν επάλευαν
καίγονταν















Σ αγώνα φιλικό
αδυσώπητο
Αγάπης χωρίς μέλλον
Να γίνουν τα δύο ένα
Άγρια φωτιά
Έλιωνε τα φλογισμένα μέταλλα
Δυο μορφές
Κράμα άμορφο
Αχώριστο για πάντα















Δεν ήταν το ρόδινο χαλί

άπλωσε με αγάπη
Η χαρωπή η φύση
Ήταν σεντόνια
Της χαράς ανάγλυφη ελπίδα
Δεν ήταν τα κουρασμένα
πευκοβέλονα
Που σκόρπιζαν τα μύρα
Ήταν η ευωδιά
Του έρωτα
ανάβλυζε με πόνο
Άπλωνε την αγκάλη της
Να φτάσει στο επέκεινα
Στο άπειρο στο είναι
Όχι δεν ήταν τα πετεινά
Του ουρανού  
κελαηδάγανε ξέγνοιαστα
Την ζήση
Ήταν τα λόγια τα άφατα
αρθρώθηκαν κρυστάλλινα
γλυκό μουρμούρισμα
ευαίσθητης καμπάνας
στη σαλαγή του κόσμου
ήταν το μακρινό  το όνειρο
ο άναρχος ο ήλιος
αβασίλευτος
στο πικραμένο μούχρωμα
 






[1] αραθυμαγμένος =επιθυμητός

[2] κόμπωμα =απάτη

28/10/17

Στις πόσες σιωπές καίγεσαι;

Στις πόσες σιωπές καίγεσαι;
 
Δειλοί κακόμοιροι φοίνικες
Ανάδυση από την βρωμερή τέφρα
Μυριάκις εις στο άπειρο
Always εξαγνισμένοι
Μαυροπρόσωποι[1] Αθώοι
Τα σιωπηλά βουλεμικά στόματα
Ανοίγουν να
Γιομίζουν με αμάσητη τροφή
Λαίμαργα καταπίνεται
Γίνεται
Εμέσματα και ιδρώτας
Εκτός και εντός των γυμναστήριων
Με προσφορές
Οι ενοχικές σιωπές
Αυτών που γνωρίζουν
Παζαρεύουν με την τρέλα
Τα  ανυποψίαστα μηδενικά
Κουρδισμένα ευπρεπή κουκλάκια
Ξεκάθαρο το δίκαιο
Το σωστό το πρέπον
Μηχανικά ακολουθούνται
Κατά τα καλά και συμφέροντα
Των ψυχών και των σωμάτων μας
Αδυσώπητη μάχη
Για επίπλευση
Συνειδητά ή ασυνείδητα
Σκληρός ανταγωνισμός
Βαβίζοντας μεμψιμοιρώντας
Υλακτώντας
Συχνάκις άνευ λόγου
Ωρυγές
Όταν θιχθεί
Ο πολύτιμος μηδαμινός
Εαυτούλη μας
Εκκωφαντική σιωπή
Στη σαλαγή της πόλης


   






[1] μαυροπρόσωπος =ντροπιασμένος, κατησχυμένος, ένοχος, ευτελής


21/10/17

Misunderstood


Τα τρυφερά λόγια
Αγάπης ενσυναίσθησης
Πλήρης Αποδοχής
Ξεστομίζονται
Ανεπαίσθητα μετατρέπονται
σε μύριες βελόνες
Αιχμηρές
Τερατόμορφες
Στριμμένες στεγνές
Η αγάπη ματαιωμένη γραία
Πλημμυρισμένη από πικροχολιά















Τα χέρια που θέλουν
Να χαϊδέψουν
Να καταπραΰνουν
Στυλιάρια δύσκαμπτα
Κοτρόνες σκληρές
Ακίνητες
Η αγκαλιά γεμάτη θαλπωρή
εγροίκεμαν[1]
Παγοκολώνα
Ψυχρό μέταλλο
Αναζητώντας τον χρόνο
Της αυθόρμητης εύκολης
Αγάπης
Ανάβλυζε άκοπα
Νερό δροσερής πηγής
Ξεδίψαγες
Ασήκωτο έρμα
Αχρήστων ηχηρών απομειναριών
Σέρνονται 
Βαριές παλιές αλυσίδες
Τροχοί αλέθουν
Θρυμματίζουν ότι καλό
Πικρή κόνις
Σκορπίζεται
Γεμίζει τα δασωμένα ρουθούνια
Καλύπτεται ο
Παλιός αμφιβληστροειδής
















Θολή πονεμένη όραση
Τσακίζεται η επικοινωνία
Στις αιχμηρές κορυφές του χρόνου






[1] εγροίκεμαν =κατανόηση

Αν

 υποτυπώδη
Και ο κόσμος θα ήταν υποφερτός
Και ίσως και ωραίος
Η τέφρα της πόλης
Θα ρόδιζε
Γλυκό πρωινό
Οι γερασμένοι δρόμοι
Θα έστελναν νεανικά χαμόγελα
Η μικρότητα του ανθρώπινου γένους
Υπομονετικά χαμόγελα
Η απέχθεια
Στοργική κατανόηση
Το κορμί απρόσβλητο
Από την ποταπότητα
Μετουσίωση
Του στυγερού κόσμου
H happiness θα πλημμύριζε
τα πάντα
and now ασήκωτη βρωμερή γη
πλακώνει θρυμματίζει τον τράχηλο
άμοιρου Άτλαντα
Αν

 

20/10/17

Χωρίς επιστροφή




Ευσταθεία 














Πέρασαν οι μέρες σαν όνειρο
Οι ακούραστοι εργατικοί αποικοδομητές
αθόρυβα
εξαφανίζουν
το σώμα καταφύγιο
της αγαπημένης ψυχή σου
μετουσιώνεται
τα γελαστά μάτια
ταξιδεύουν στο άπειρο
έμειναν οι αριθμοί στο τηλέφωνο
που δεν απαντά
ο λογαριασμός στο face book
σιωπηλός
οι παλιές φωτογραφίες
θολώνουν
η άτεγκτη καθημερινότητα
σε καταπίνει
έρχεται η θύμηση σου
αθόρυβα
ξεχειλίζουν τα μάτια
ανωφέλητα
ο παραπονεμένος καημός 
αναδύεται
οδυνηρή λάβα
πνίγεται
πελώριο κύμα
σκάει
σε σαθρά υποστηρίγματα
επιστροφή στο στυγερό τώρα
Sailing away
Πολύ μακριά
Χωρίς επιστροφή
Σε άγνωστα απρόσιτα μέρη
Αδελφωμένοι συνοδοιπόροι 
στα καλά και στα κακά
Έφυγες


14/10/17

Hear my train a comin


Μεσουρανεί το γλυκό μεθώπορον
Απλώνει σιγανά ονειρικές νοσταλγίες
Ανόητες ιστορίες με
Ωραίο τέλος
Ρόδινα δειλινά
Γερνούν πλασμολύονται
Τα ξεχασμένα τσαμπιά
Του χαρωπού Διονύσου
Αντάμα με κιτρινισμένα φύλλα
Βαριά τα κυδώνια
Μυρωδάτοι ώριμοι  χνουδωτοί μαστοί
Σκορπούν σπιτικές cozy μυρωδιές
Βάζα με ηδεία πορφύρα
Στις νοικοκυρεμένες σερβάντες
Ξεχύνονται ανυπόμονα ακράτητα
Τα ματωμένα ρόδια
Ασύστολα ανοίγουν
τα φλογισμένα εσώψυχα τους


πρόστυχα αθώα
ζωή θάνατος
σάρκα πόνος
αγάπη μίσος
συνύπαρξη εκμετάλλευση
σκεφτική Περσεφόνη
διαλογίζεται αναρωτιέται  
ολιγαρκείς οι μικροαστικές ελιές
 
Όπου και αν λάχει κατοικία
Δε μ’ απολείπουν οι καρποί.
 
Φορτωμένες  με τα ασήκωτα στολίδια τους
Πράσινα
Σατέν μελιτζανί
Σιγοτραγουδούν ακούραστες
Μεστώνουν ανασαίνοντας
Τον αμφίβολο αέρα
Καταπράσινες κοντούλες πορτοκαλέες
Πρασινόχρυσα μήλα στολισμένες
εύσαρκες χυμώδεις















Καμαρώνουν
Κρύβουν τα μυτερά αγκάθια τους
Χαμογελούν στους ανυποψίαστους διαβάτες
Προκαλούν να γευτούν το χρυσό χυμό
















Μοναχικές αμυγδαλιές
Καταθλίβονται
με την σκουριασμένη φαιά
ενδυμασία
τα σκληρά remains  των πολύτιμων καρπών
αναπολούν ματαίως τα ροδόχροα
χαρωπά άνθη
παραδίδονται ανώφελα ασθμαίνοντας
Αντιστέκονται  οι λιγοστές καρυδιές
Νικημένη εγκαταλείπει η χλωροφύλλη
Γιορτάζουν πρόσκαιρα
Τα καροτινοειδή οι ανθοξανθίνες
Υποχωρούν στα καστανόφυλλα
Κάπου μακριά
Νεαρά κάστανα
Αφήνουν
την ασφαλή αγκαθωτή φωλιά
ελεύθερες πτώσεις
εκτίθονται ανεπανόρθωτα
στον ανελέητο κόσμο
βορά των vegan και των σαρκοφάγων
αμέριμνα ανθίζουν τα διακριτικά κυκλάμινα
ροδοβολούν  οι ωχρές πλαγιές
στολίζουν ευλογημένα
τις πέτρινες κόγχες
ξαποσταίνει για λίγο  ψυχή
εαρινό color
ανθίζει αυθόρμητο
αρχαϊκό μειδίαμα
απλώνονται ήσυχα
καρδιοειδή έρποντα φύλλα
ανερυθρίαστες οι αγαπημένες
Turtles
Αποχαιρετιούνται
Ενεργητικοί μικρόσωμοι  άρρενες
Κυνηγούν με πάθος
Τις μεγαλόσωμες ακατάδεχτες θηλυκές
Αναποφάσιστες
Ενδίδουν τελικά
Στο έσχατο φθινοπωρινό ζευγάρωμα
Αντηχούν οι ξεδιάντροπες φωνές τους
True άκοπη σπαταλία[1]
Στη υποχθόνια ζήση
Γλυκιά αναθύμηση 
Στο χειμέριο ύπνο















Hear my train a comin



[1] σπαταλία =θόρυβος, ταραχή, γενετήσιο οργασμός