28/2/22

Γλυκύτατόν μου έαρ



Σεινάμενη και κουνάμενη 

Έρχεται η άνοιξη

Τίποτα δεν την φτάνει

Τίποτα δεν την σταματά

Σκορπά απλόχερα τα πολύτιμα  στολίδια της

Μικρά λεπτεπίλεπτα θαύματα



Βαριεστημένος ο χειμώνας

Την κυνηγά ανελέητα

Μα αυτή δεν πτοείται

Άνεμοι σφοδροί παρασύρουν

Τα πολύχρωμα άνθη της

την ξεμαλλιάζουν



Καπνοί την μαυρίζουν

Αυτή αναδύεται

Καθαρή πρόσχαρη μυρωμένη

Κραυγές βόμβες την ξεκουφαίνουν

Γρήγορα τα πουλιά

Δοξάζουν  την παρουσία της



Οι γάτοι συνεχίζουν

Τα ερωτικά παιχνίδια τους

Σκεπάζουν τους εκκωφαντικούς

Ήχους των πολέμων

Τα χαμόμηλα χαμαί κάτασπρα

Με την κίτρινη καρδιά τους

Να πάλλει διακριτικά

Πλημμυρίζουν τους αγρούς

Καλύπτουν την μυρωδιά

Των καμένων



Χίλια μύρια πλουμιστά τσιτσέκακια[1]

Ξεπροβάλλουν από παντού

Όλα τα χρώματα

Τα σχήματα

Ελπίζουν προσελκύουν

Προκαλούν τα πεινασμένα

Έντομα

Για το αιώνιο ανίκητο χορό της αγάπης



Τα δέντρα μπουμπουκιάζουν

Σιγά σιγά

Δειλά τσιτσάκια ξεπροβάλουν

Γεμάτα προσδοκίες

Η άνοιξη ξυπόλυτη

Ατημέλητη πανέμορφη

Ημίγυμνη τρέχει χορεύει

Ραίνει την γη



Την σκληρή τσιμεντένια πολιτεία

Με ευωδιαστές βραχύπνοες ελπίδες

Τραγουδά ασταμάτητα

Για αυτούς που έχουν ώτα

Γλυκιά ή ζωή και ο θάνατος μαυρίλα


 



[1] τσιτσέκια, τα: λουλούδια