31/12/19

Κάλαντα



 Θα γυρίσουν σπίτι

Ο γιορτινός κόσμος
Αθέλητα βαθιά τους μαχαιρώνει
Οι τοίχοι υπομονετικά τους περιμένουν
Τα τηλέφωνα δεν θα κτυπήσουν
Ο ήχος της τηλεόρασης
Κοροϊδεύει
Την πέτρινη ανιαρή σιωπή
Αμετακίνητη απρόσβλητη
Χρόνια κατοικοεδρεύει
Τα μάτια ακίνητα προσηλώνονται
Στην εικόνα που τρεμοπαίζει
Τα παιδιά βαριεστημένα
Καλαντάζουν[1]
Η πόρτα θα μείνει σφαλισμένη
Φθονούν τη τύχη
Των σπιτικών
Γεμάτα γκρίνια
Μίσος φωνές κατσαρόλες
Κανείς εκεί δεν είναι ευχαριστημένος
Ο νεροχύτης πάντα γεμάτος
Ο ένας κοιτά τον άλλο και αηδιάζει
Μια άλλη ζωή
Και άλλο σόι
του άξιζε στα αλήθεια
Τα στολίδια στις βεράντες
Ακούραστα γιορτάζουν
Τα χέρια κουβαλούν άδειες σακούλες
Δώρα άδωρα
Χωρίς παραλήπτη
Η γιορτινή μοναξιά
Ήσυχα σκοτώνει
Ο δήμος μοιράζει συσσίτια
Για τους πεινασμένους




[1] καλαντάζω =λέω κάλαντα




26/12/19

Αδυσώπητη Ακηδία


Ονειρεύεται ελεύθερα
Μπλέκεται σφιχτά το όνειρο
Με την σκληρή αλήθεια
Σβήνει παστρικά
Τα είδωλα των άλλων
Η μορφή της υψώνεται επιθυμητή
Σε χρόνους αταβιστικούς
Βασίλισσα σε
Πορφυρά βελούδα
Οι άνδρες προσκυνούν
Πεθαίνουν για ένα βλέμμα
Ο υμέναιος εκεί
Κοντά
Πολύ σιμά




















Απτός τον αγκαλιάζει
σφικτά με τα δυο άδεια χέρια
έχει δίκαιο σε όλα
ο κόσμος τυφλός υποκειμενικός
ουρλιάζει για την αλήθεια
θέλει αγάπη αθωότητα
λευκά εύοσμα λουλούδια



















πυκνός καπνός
μύρα που σκορπίζονται
σε εκκλησίες
ολόφωτες
με ρύζια Άνδρα
γονείς αδέλφια
πλήθος οι καλεσμένοι
σε προάστια ελίτ
την αγαπούν την θέλουν
το άσπρο κομψό νυφικό
χαϊδεύει το άλιπο κορμί της
τα μάτια της μετατρέπουν
το ον που μέσα της αλυχτά
σε άγγελο αγαπημένο
η μοναξιά βρόγχος
μόνιμα σφίγγει τον λαιμό
θέλει μια βόλτα
σε στολισμένους δρόμους
ένα ζεστό σπίτι
γεμάτο με ανθρώπους που την αγαπούν 
την περιμένουν
η νύχτα την κοιτά φυλακισμένη
τα δέντρα μουρμουρίζουν
προσευχές
χάνονται στον αέρα
το φως του άστρου της Βηθλεέμ

 λάμπει κάπου πολύ μακριά
δεν την φτάνει
τα κάγκελα την αγκαλιάζουν
με στοργή
της κρύβουν το απέραντο κενό
της πόλης που δεν έχει  θέση 
Χριστούγεννα 19

24/12/19

Τιλισίμιν





















Τιλισίμιν[1]
Πλάθει ακούραστα
Ωραίες ιστορίες
Είναι το αντικείμενο
Σκέψεων  κρυφών 
Όταν τυχαία την βλέπει
Ο ουρανός του χαμογελά
Και η σκαιά ζωή του
Φορά τα καλά της
Γίνεται νέα όμορφη καλή
Α- φείλωδα σκορπά
Τα πολύτιμα υπάρχοντα της
Εκείνος είναι ντροπαλός πολύ
Φοβάται πως εκείνη
Είναι αδιάφορη
Κλεισμένη μέσα στα όνειρα της
Ένα νεύμα της αρκεί
Να αφήσει
Την σίγουρη ζωή
Πιστή γυναίκα
Καλά τρυφερά παιδιά
Κινητά ακίνητα
Φίλους κλπ
Να ζήσει το Όνειρο μαζί της
Σφόδρα επιθυμεί
Μα εκείνη είναι ηθική και συντηρητική
Δεν τολμά να κοιτάξει ψηλά
Να δει τα μάτια
Που μάταια την αναζητούν
Διαρκώς
Πεθαίνουν να χαθούν στην άγνωστη
Ματιά της
Ωραία όνειρα
Μπορεί να είναι και αληθινά
Και αυτή να ζήσει το όνειρό  της


 



[1]τιλισίμιν =μαγική δύναμη την οποία έχουν πρόσωπα παραμυθιών


Αρπαγή




















Σε άρπαξε η μαύρη αδηφάγα
Γη
Στα φθονερά της σπλάγχνα
Αργά βασανιστικά
Κατατρώει την σάρκα σου
Αχόρταγη
Τίποτα δεν σκέφτηκε
Δεν ταίριαζες με τον θάνατο
Και όμως  εύκολα
Σε έκανε δικό του
Παραδίδεται το σώμα σου σιωπηλά
Στο ακόρεστο χώμα
Που ταξιδεύει το πνεύμα σου
Που ξενυχτά η ψυχή σου
Αχειροποίητες αναμνήσεις
Άφησες
Δεν υπάρχει μέλλον
Δεν υπάρχει παρόν
Ένα αμετάβλητο παρελθόν
Τα θυμάρια θα ανθίσουν
Τα κυκλάμινα θα ξεπροβάλλουν
Εσύ ποτέ δεν θα φανείς
Κανένα μήνυμα
Απέραντη χειροπιαστή σιωπή
Ένα απαλό αγεράκι
Θα μουρμουρίζει ένα παράπονο
Όλα θα συνεχίσουν
Ανημποριά
Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει
Αμείλικτος φοβερός ο θάνατος
Σε σκόρπισε στο άχαρο σύμπαν   
 

23/12/19

δειλή σιωπή

 με αλληλεγγύη
Ο ήλιος παλεύει
Πίσω από τα βαριά νέφη
Θα σκορπίζει
Την καταχνιά
Γελαστός θα ξεπροβάλλει
Ο ουρανός θα βάλει πάλι
Το  όμορφο γαλάζιο
Τα χαμόγελα των παιδιών
Θα αλαφρύνουν το φορτίο
Η πονεμένη γη
Θα αντέξει τον χειμώνα
Η άνοιξη θα έρθει
Γεμάτη από πολύχρωμα
Ευωδιαστά άνθη
Θα υποχωρήσει στο καυτό
Καλοκαίρι
Θα έρθει πάλι το διπολικό φθινόπωρο
Και ο βαρύς χειμώνας
Και πάντα η γελαστή
Μυρωμένη άνοιξη θα περιμένει
Μακρύ και δύσκολο το μονοπάτι
Αμίλητοι ανήμποροι
οι συνοδοιπόροι
Μόνο μια αγκαλιά με αλληλεγγύη
και συντροφικότητα
στέκει στην γωνιά συνεσταλμένη
λόγια παρηγοριάς
που γίνονται πληγές
σιωπάς
και περιμένεις

22/12/19

θουρμούλια


Ο χουλιέν ηλιάκος
Έστελνε  θλιμμένες ακτίνες
Στο ταπεινό κέρμα
Άστραφτε αυτό στο βλέμμα του
Ξεχώριζε στην χιλιοπατημένη
Μπαλωμένη άσφαλτο
Σιγοτραγουδούσε
Άδραξέ με
Αφέθηκε περιφρονημένο
Ο έρημος δρόμος όμως έσπειρε
άλλους ανώφελους προβληματισμούς
άλλους υποτιμημένους
Γυαλιστερούς παράδες
Στα βιαστικά πόδια
Που φώναζαν
We are yours
Υπερηφάνεια  
Δεν έσκυψε να μαζέψει
Τα ταπεινά ψιχία πιπτόντων
Από απρόσεκτα χέρια
Περιφρόνησε την σκαιά τύχη
Τα μίζερα δώρα της
Περιμένει
Την γοητευτική αποδεχτή
Συνταρακτική αύρα
Να παρασύρει
Αξιοσέβαστα βαριά καθαρά χαρτονομίσματα
Να γεμίσουν τα άδεια χέρια
Σκέφτεται αυτούς τους σημαντικούς
Αγνώστους τα αδιάκριτα drones 
Που ασταμάτητα παρακολουθούν
Δεν σκύβει  να μαζέψει
τα θλιβερά θουρμούλια [1]
που πετά η χαιρέκακη
ζωή
άλλοι θα πανηγύριζαν
θα σκότωναν
για λιγότερα
but
ελπίζει  
περιμένει ακόμα ακούραστα
την άλλη την μεγάλη ευκαιρία


[1] θουρμούλ(ιν) =
ψίχουλο


16/11/19

Αμέτοχος παρατηρέτζης


Στέκει ευθυτενής
Ισορροπεί  σε μια πατησιά
Σταθερός ο κίονας
Βαστά το όνειρο της νιότης
Το χέρι θαρραλέο στιβαρό  
Υψώνεται ψηλά στον ουρανό
Αρχαίο λάβαρο της νίκης
Οι άηχες φωνές
Αντηχούν
Ουρλιάζουν
Ψωμί παιδεία ελευθερία
Ωραίος σαν Έλληνας
Η νιότη ελπίζει
Ορμά κραυγάζει
Να σπάσει όλα τα δεσμά
Έξω όλα τα θεριά
Κάτω η χούντα
Να αλλάξουν όλα
Όλα για όλους
Ελπίζουν μπορούν
Ο φόβος διαλύεται
Πολλά ζεστά ζωντανά κορμιά
Τα χέρια αυτά τα αγνά
Θα πλάσουν ξανά
Τη άτιμη τη  πλάση
Τι απέγιναν αυτά τα παιδιά
Σε ποια κρεβάτια τον ρόγχος τους ακούνε
Τι έχουνε να πούνε
Σε αυτούς τους νέους
Που κάποτε έπλεκαν ελπίδες
Κρατούν τα όνειρα τους
Σε μαυσωλεία ζωντανά
Απέμειναν νέοι 
Βλέπουν τηλεόραση
Σχολιάζοντας βρίζοντας
τα τωρινά παιδιά
στύλοι κραταιοί
της πόλης που όλο φθίνει
γερνά ξεψυχά
ζωντανεύει πάλι σιωπηλά
σέρνοντας όνειρα ελπίδες και σκατά
και όλο ίδια μένει



Πλάκωμαν


Ανθίζουν σιωπηλά στις γλάστρες
Τα αυτοφυή one-day stand φυτά
Ανοίγουν με εμπιστοσύνη και αγάπη
Τα λεπτεπίλεπτα άνθη τους
Στον σιγανό ήλιο
Η μέρα υποτονική κυλά
Όλα αμίλητα καρτερικά
Χωρίς παράπονο
Αντέχουν τον αβάσταχτο πόνο
Της ζωής
Η φύση με τις παρωπίδες της
Ακολουθεί στωικά
το προδιαγραμμένο δρόμο της
Χωρίς απορίες χωρίς αναπάντητα ερωτήματα
Οι γάτες αδιάντροπα ερωτοτροποιούν
Ταράσσουν τον άηχο ουρανό 
Κραυγές παραπονιάρικες ανθρώπινες
Ηδονή πόνος μαζί
Στο φως του ήλιου ξεχύνονται
Κλάμα μακρόσυρτο που θα φέρει
Παιχνιδιάρικα γατιά στη γειτονιά
Χείμαρροι άγριοι ουρλιάζουν
Ζητούν να ξεχυθούν
Λουφάζουν στην γωνιά
«Σαν να 'χαν τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου τελειωμό» 


10/11/19

Ανοικονόμητος


Απέμεινε σιωπηλός
Με ένα αμυδρό στραβό χαμόγελο
Στα πετρωμένα χείλια
Στα μάτια μια ελπίδα
Σπινθηρίζει
Αξιοπρεπής αθώος
Δρακοντικός [1] καθαρός
Στωικός
Σε άβολο έδρανο
Αναλογίζεται
Την πρόσκαιρη χαρά που έδωσε
Αφέθηκε ίσως με κάποια λύπη
Με περισσή φροντίδα
Ελκυστικός
Τεράστιος για τα μικροαστικά
Ενδιαιτήματα
Άστεγος στην νεότητα του  
αβόλευτος
Κάποιο άλλο παιδί
Θα τον θέλει
Έστω και ανακυκλωμένο
Η μητέρα δεν θα μπορεί
Με τα άδεια χέρια
Να μεγαλώσει
Το στενό διαμέρισμα
Τα μικρά χεράκια
Θα θέλουν να τον αγκαλιάσουν
Να χωθούν να χαθούν
Μέσα στην λούτρινη σιωπηλή
Πάντα ζεστή και ανοιχτή
Υπομονετική αγκαλιά
Που όλα τα ακούει
Όλα τα δέχεται
Μα δεν χωρά πουθενά
Σε μια στενάχωρη άπληστη κοινωνία
Homeless  
 




[1] δρακοντικός =πελώριος, υπερμεγέθης, δυνατός, ισχυρός


Thirstiness


Θα ακούω μόνο την βροχή
Που άργησε να έρθει
Κάρβουνο στο βουνό
Οι αγαπημένοι θάμνοι
Σκληρή έρημος χωρίς
Νερό
Σιωπηλά
Παραδόθηκαν
Στο ήλιο με τις κακίες του
Πικρό φονικό φιλί τους δίνει
Το χώμα αχόρταγο βουλαιμικά
Θα ανοίξει
Να δεχτεί το ποθητό νερό
Που τρέχει φεύγει
Κυνηγά
Πέτρες και κλαδιά
Βαθιά
Χαράσσει την διψασμένη γη
Πληγές βαθιές αφήνει
Άραγε από τους ξερούς κορμούς
Τρυφερά θα ξεπροβάλλουν
νέοι βλαστοί
χαμόγελα και ελπίδα
να σκορπίσουν

 

5/11/19

Έρως καθεύδων












Τοv βρήκα ανεπάντεχα τον μικρό
Έρωτα
Ξεχασμένο
Σε μια γωνιά
Σκληρός ο βράχος
Αμέριμνος κοιμάται
Σε πουπουλένιο στρώμα
Ευτυχής  
Πλήθη συρρέουν
Θορυβούν
Καθόλου δεν ακούει 
ξεκουράζεται αθώος
Από τις τόσες σκανταλιές
Βιαστικά
Απερίσκεπτα οι
Τουρίστες τον προσπερνούν
Θαμπωμένοι από τον ομφαλό
Της γης
Και όλα τα περίτεχνα
Θαυμαστά Έργα τέχνης

Αυτός αδιαφορεί προς το παρόν
Καινούργιες ονειρεύεται
Άπονες άκαιρες σαϊτιές
Αλαζόνες θα γονατίζουν
Άμεμπτοι θα λερωθούν
Σώφρονες θα τρελαθούν
Απερίσκεπτοι
Που προσπέρασαν
Δίχως να προσκυνήσουν
Θα τιμωρηθούν 
Το γέλιο του γάργαρο
Αντηχεί
Πονηρά κλείνει το μάτι












Χάνονται οι ίσιοι δρόμοι
Ξυπόλυτοι σε τραχιά δύσβατα
Μονοπάτια
Κοιμάσαι μικρέ έρωτα
Άδικα σε περιμένουν 
Χαρά και πόνο καρτερούν
Είναι αργά
Βραδιάζει
Θα έρθουν της νύχτας οι σκιές
Και εσύ
Στο γλυκό φως ροδόχροης  αυγής
Ξέγνοιαστος κοιμάσαι 

 

19/10/19

Ελπίδα όπως Άνοιξη


Πεθύμησα την άνοιξη
Με τα πολλά λουλούδια
Που όλο κάτι υπόσχεται
Με γέλιο και με χάρη
Όσα είναι τα άνθη
Του αγρού
Τόσες είναι οι ελπίδες
Χαρούμενα πόδια τις πατούν
Ο ήλιος του καλοκαιριού
Αλύπητα τις καίει
Ασυλλόγιστες πάντα
Ανθούν θάλλουν
Τον κόσμο πλημμυρίζουν
Αθέλητα παραδίνεσαι
Στο πλάνο άκουσμα τους
Τρέχεις ανυπόμονα
Το ανύπαρκτο Όνειρο
Να πιάσεις
Πότε θα έρθεις
Άνοιξη με τα πολλά λουλούδια
Να ανοίξει λίγο η ψυχή
Να ελπίσει να ξεχάσει
Να ζήσει σαν πεταλούδα
Ανάλαφρη
Και στο λυκόφως το πικρό
να γείρει
Να κοιμηθεί
Σαν να μην έχει ζήσει
 

13/10/19

ψη


ψη[1]
Αχ ψυχή ονειροβατούσα
Ποτέ δεν απελπίζεσαι
Σέρνεσαι κατακρεουργημένη
Ελπίζεις στο αδύνατο
Λαρώνεις τις αθεράπευτες πληγές
πλάθοντας
Παραμύθια με ωραίο τέλος
Δημοκρατική άνασσα
Βρίσκεις πάντα τον καλό καλό σου
Αφήνεσαι στο πλάνο όνειρο
Χορεύεις στον κόσμο των σκιών
Αέρινη ελαφροπερπατούσα











Χάνεσαι πετάς
Καθώς σέρνεσαι στην βρώμικη γη
Το στόμα σου γεμίζει με βούρκο
Τον μετουσιώνεις σε νέκταρ
Διαπερνάς την πύρινη κόλαση
Νυχτοπεταλούδα
Τέφρα στον ήλιο
Που τολμάς
Να κοιτάξεις άφοβα
κατάματα
30-8


[1] ψη =ψυχή