20/4/21

Unconverted

 


Unconverted[1]

Αμετανόητη η ψυχή

ανεπίδεκτος μαθήσεως

Λησμονά την φθαρτή της φύση

Ακουμπά

Στην άναρχη άχρονη αιώνια

Σισύφεια υπόστασή της

Ελπίζει ανόητα

Απερίσκεπτα



Αγνοεί παντελώς

Το λυπηρόν σαρκίον

Που την εγκλωβίζει

Ασφυκτικά

Φθίνει κουρασμένο

απελπισμένο

γεμάτο πληγές

σημάδια συρραφές

μπαλώματα

όμως αυτή τραβά

τον Πύρρειο δρόμο της

επιμένει

επιβάλλει τα άκαρπα θέλω της

κούτσα στραβά

σουλουπώνεται

να γίνει εμφανίσιμο

να απαλύνει τα αιχμηρά σημάδια

του ανελέητου  χρόνου 



όλο ελπίδα

βγαίνει

στο απέραντο σκληρό σύμπαν

την περιμένει αδιάφορο

να ράψει ακόμα

μία ένδοξη ήττα

μία οικτρή πανωλεθρία

στα άρματα του αγαπημένου

Δον Κιχώτη 

 




[1] αμετάβλητος

15/4/21

Ερημάδιν

 


Ερημάδιν [1]

Σκυφτή πάνω στο κέντημα

Μετρούσε προσεκτικά τις

Πολύχρωμες βελονιές

Τα αφτιά της προσηλωμένα  

Στο ραδιόφωνο

Άκουγε με ευλάβεια

Τις πικρές τρυφερές ιστορίες

Τον πόνο σε προσομοίωση

Τον αγώνα της αληθινής παντοτινής αγάπης



Κάθε βελονιά

Και μια εικόνα

Αμέτρητες ιστορίες

Ο έρωτας πάντα πρωταγωνιστής

Τροπαιοφόρος

Όλου του κόσμου τα δεινά

Θριαμβευτής  πάντα η αγάπη

Νικήτρια  ή νικημένη

Αδιάφορο

Άφηνε στάλαγμα ευφροσύνης

Στην ψυχή

Πικρή χαρά

Στο κορμί

Ανακούφιση

Όνειρα ελπίδες

Αμέτρητες εργατοώρες

Ανασφάλιστες

Παρέα με το εργόχειρο

Η προίκα  

Από το μηδέν

Άνθισαν ακίνητα  λουλούδια

Ήσυχα πονεμένα

Κήποι στο πανί  

Συμμετρικοί τακτοποιημένοι



Στόλιζαν μπουφέδες

Νοικοκυρεμένα τραπεζάκια

Παράλληλοι βίοι

Χωρισμός στα στερνά

Βαθιά στην γη

Το έρμο σώμα

Αθέατο σιωπηλό

Αβοήθητο σε δομές

Περιμένοντας 

Μετοίκιση



Έκθετος ο σύντροφος

Αφημένος στη κοινή θέα

Παζάρι στα σκουπίδια

Περιμένοντας καινούργιο αφεντικό

Σύνθλιψη με πατατόφλουδες

Who ’s know

Το future ανθρώπων και remains




[1] Αδέσποτον, εγκαταλελειμμένον

11/4/21

misery

 



ΑΠΌ ΞΕΦΎΤΡΩΣΕ

Η παπαδιαμαντική γραία

Αμετακίνητη πονηρή

Αόρατη

Παραφυλάει κρυφά

Αθόρυβα ανεπαίσθητα

Ρίχνει την πικρή χολή της

Τις αχρείαστες φθονερές επισημάνσεις

Αληθινές φουσκωμένες άχρηστες

Άθλιες



Λουφάζει

Τόσο ξένη ανεπιθύμητη

Καθόλου δεν πτοείται

Καθόλου δεν κουράζεται

Τριγυρνάει

Χαμαιλέων στα σκοτεινά

Υπόγεια της ψυχής 

Βρυχάται κρύβεται



Όταν οι φρουροί

Κλείσουν αθέλητα τα μάτια

Όταν βρει μικρή δίοδο

Ορμά

Εκσφενδονίζει το  αχρείο δηλητήριό της

Ανίκητη

Ο νους κουρασμένος

Ενδίδει

Άδικα πολεμά

Αφήνει η φθονερή

Την ασήκωτη λύπη



Περιγελά

Αντηχεί το σατανικό γέλιο της

Σωπαίνει

Παραμονεύει

Ακούραστα

Αδιάκοπα

 


Εφήμερο

 



Γέμισε η γη

Με μύρια πανέμορφα

Λουλουδάκια

Στέκουν καμαρωτά

Αθώα

Ανοίγουν διάπλατα

Τις αγκάλες  τους

Να δεχθούν τον ήλιο

Να φτάσουν τον γαλανό ουρανό

Τα άσπρα σύννεφα

Που χορεύουν αργόσυρτα



Αφήνονται στην γλυκιά αύρα

Λικνίζονται ναζιάρικα

Αμίλητα λυγίζουν

Στο φοβερό θυμωμένο

Βοριά

Στολίζουν το σκληρό χώμα

Σεμνά κοινά

Χαμαί



Πολύχρωμο κέντημα

Υπέροχα χρώματα

Θαυμαστές συμμετρίες

Λεπτεπίλεπτα

Περιμένουν υπομονετικά only

Τους λαίμαργους επικονιαστές

Να ρουφήξουν

Το καθάριο νέκταρ

Βουβές  συνομιλίες



Merge[1]

Η ζωή

Και έπειτα παραδίδονται αγόγγυστα

Στον αγαπημένο ήλιο

Άπιστος εραστής

Καίει αλύπητα

Τις τρυφερές ευώδεις σάρκες

Σκληρά άνυδρα εύφλεκτα

Κούτσουρα

Χάνονται στην αδηφάγα γη

Χωρίς υψηλούς στόχους

Αδιάφορα για το νόημα

Της ζήσης



Ατρόμητα προς τον θάνατο

Ζουν

Αυτάρκη αυτόνομα

Για μια σύντομη ωραία άνοιξη

Για μια στιγμούλα μόνο




[1] συγχώνευση