14/10/18

Ακηδία




 


Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, 

Πως παραδόθηκες στην φθορά
Πως παντρεύεσαι τον θάνατον
Σε άρπαξε 
Με τα γαμψά ανίκητα
ανελέητα χέρια του
μέγγενη
αταίριαστος αθέλητος γάμος
 Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ , καὶ συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ; 
 
Πολεμά η ψυχή σου
Να μείνει με το σώμα σου
Αυτό το σώμα που καταρρέει
Αγωνίζεται
Ο πόνος εγκαταστάθηκε σε κάθε γωνιά
Αδυσώπητος αγώνας
Κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει
Δεν υπάρχει έλεος
Ευσπλαχνία
Μόνο οδύνη και στεναγμοί
Κραυγές απελπισίας
Ουρλιαχτά
 
Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή, χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Οἴμοι, πόσα δακρύει τότε, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν! Πρὸς τούς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει, πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα. 


Παντοδύναμος ανάλγητος
Αδιάφορος ακούραστος
Κλείνεις τα πονεμένα μάτια
Ο πόνος πετρώνει  
Τα αβάσταχτα δάκρυα
Άπρακτες μάταιες οι κάθε είδους ικεσίες
Ανήμποροι οι άνθρωποι
Να βοηθήσουν το ακίνητο χέρι
Δεν ζητά τίποτα πια
Σκυμμένα τα κεφάλια των αγγέλων
Παραστέκουν
Αμίλητοι απόντες θρηνούν
Την κατ’εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν υμῖν ὡραιότητα

6/10/18

Δεσκαλική


Δεσκαλική[1]

Με σπουδή διαβαίνει
Το δρόμο για το σχολείο
Καλοντυμένη
Κτενισμένη μια τρίχα
δεν φεύγει από το μαλλί
Μαύρα μοντέρνα γυαλιά
Μάλλινο ακριβό παλτό
Κρατώντας το βαρύ
Μοντέρνο ταγάρι
Γεμάτο προφανώς
σοφά βιβλία,
διαγωνίσματα, μεστές σημειώσεις
Σίγουρη για το έργο της
Έτοιμη να μεταλαμπαδεύσει
Όλη την γνώση
Στους τυχερούς εφήβους
Που πολεμούν
Να φυλακίσουν την σκέψη τους
Ατίθαση αυτή
Πετά μακριά στην
Ξελογιάστρα Αφροδίτη
Σκανταλιάρης ο Ίμερος
Δεν τους αφήνει ήσυχους
Ανεπαίσθητα εισέρχεται
Στην πληκτική αίθουσα
Φαιδρύνεται η πλάση
Ιστορίες γράφονται
Άσχετες με τις σκληρές ημερομηνίες
Με προσήλωση αναλύει
Με σπουδή
Βαραίνουν τα μεταπτυχιακά
Οι διατριβές τα σεμινάρια
Χάνεται στην άχλη των λόγων της
Η τάξη κάτω μακριά
Πλέει στο όνειρο
Στους εφιάλτες
Προσπαθεί να επιπλεύσει
Μπουκώνεται με λόγια
Σκληρά ξένα
Βυθίζεται ξανά
Τσαλαβουτά στην θάλασσα της πλήξης
Δεν τολμά να απλώσει
Το χέρι για βοήθεια
Ξαφνικά το αεράκι
Χορεύει τα φύλλα στην αυλή
Σιγομουρμουρίζει η λεύκα
Ένα συννεφάκι παίζει με τον ήλιο
Θέλει να ανοίξει την σιωπηλή αγκαλιά
Να μπούνε μέσα όλα τα παιδιά
Λόγια αγάπης τρυφερά
Να ψιθυρίσει σιγανά
Να τρέξουν να γελάσουν
Ο πίνακας στέκει αυστηρός
Λόγια πρέποντα
Ξεχύνονται στεγνά



[1] δεσκαλική =δασκαλική


Βορκού


Βορκού [1]




Καταραμένε χρόνε
Κόλλησες σα στρείδι πάνω μου
Ασχημονείς
Εισδύεις στο μυαλό μου















Στο σώμα μου
Εκδύεις ανελέητα την άμυνα
Βδελυρή γλίτσα
Σέρνεσαι ύπουλα
Αγάλι αγάλι
Καλύπτεις τα πάντα
Ότι γόνιμο καταστρέφεται















Ανεπαίσθητα
Ανώφελη γκρίνια
Αναδύεται
Κοχλάζει ξαπλώνεται
Ορατή η μούχλα
Η στάχτη αόρατης λαίλαπας
Η οσμή κλειστών υγρών
Εγκαταλελειμμένων οικιών
Ακολουθεί παντού
Παλιά ανήλια πόλη
Αναδύεται
Με βρωμερά σοκάκια
Ρυτιδιασμένες μάσκες
σέρνονται μοναχικές
πώς να το κάνω λίγο αισιόδοξο
ας το αφήσω
έτσι μαύρο και άπλυτο
ας δουλιάσω [2]


[1] βορκού =νωθρή, τεμπέλα

[2] δουλιάζω =ασχολούμαι με εργασία