16/11/19

Αμέτοχος παρατηρέτζης


Στέκει ευθυτενής
Ισορροπεί  σε μια πατησιά
Σταθερός ο κίονας
Βαστά το όνειρο της νιότης
Το χέρι θαρραλέο στιβαρό  
Υψώνεται ψηλά στον ουρανό
Αρχαίο λάβαρο της νίκης
Οι άηχες φωνές
Αντηχούν
Ουρλιάζουν
Ψωμί παιδεία ελευθερία
Ωραίος σαν Έλληνας
Η νιότη ελπίζει
Ορμά κραυγάζει
Να σπάσει όλα τα δεσμά
Έξω όλα τα θεριά
Κάτω η χούντα
Να αλλάξουν όλα
Όλα για όλους
Ελπίζουν μπορούν
Ο φόβος διαλύεται
Πολλά ζεστά ζωντανά κορμιά
Τα χέρια αυτά τα αγνά
Θα πλάσουν ξανά
Τη άτιμη τη  πλάση
Τι απέγιναν αυτά τα παιδιά
Σε ποια κρεβάτια τον ρόγχος τους ακούνε
Τι έχουνε να πούνε
Σε αυτούς τους νέους
Που κάποτε έπλεκαν ελπίδες
Κρατούν τα όνειρα τους
Σε μαυσωλεία ζωντανά
Απέμειναν νέοι 
Βλέπουν τηλεόραση
Σχολιάζοντας βρίζοντας
τα τωρινά παιδιά
στύλοι κραταιοί
της πόλης που όλο φθίνει
γερνά ξεψυχά
ζωντανεύει πάλι σιωπηλά
σέρνοντας όνειρα ελπίδες και σκατά
και όλο ίδια μένει



Πλάκωμαν


Ανθίζουν σιωπηλά στις γλάστρες
Τα αυτοφυή one-day stand φυτά
Ανοίγουν με εμπιστοσύνη και αγάπη
Τα λεπτεπίλεπτα άνθη τους
Στον σιγανό ήλιο
Η μέρα υποτονική κυλά
Όλα αμίλητα καρτερικά
Χωρίς παράπονο
Αντέχουν τον αβάσταχτο πόνο
Της ζωής
Η φύση με τις παρωπίδες της
Ακολουθεί στωικά
το προδιαγραμμένο δρόμο της
Χωρίς απορίες χωρίς αναπάντητα ερωτήματα
Οι γάτες αδιάντροπα ερωτοτροποιούν
Ταράσσουν τον άηχο ουρανό 
Κραυγές παραπονιάρικες ανθρώπινες
Ηδονή πόνος μαζί
Στο φως του ήλιου ξεχύνονται
Κλάμα μακρόσυρτο που θα φέρει
Παιχνιδιάρικα γατιά στη γειτονιά
Χείμαρροι άγριοι ουρλιάζουν
Ζητούν να ξεχυθούν
Λουφάζουν στην γωνιά
«Σαν να 'χαν τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου τελειωμό» 


10/11/19

Ανοικονόμητος


Απέμεινε σιωπηλός
Με ένα αμυδρό στραβό χαμόγελο
Στα πετρωμένα χείλια
Στα μάτια μια ελπίδα
Σπινθηρίζει
Αξιοπρεπής αθώος
Δρακοντικός [1] καθαρός
Στωικός
Σε άβολο έδρανο
Αναλογίζεται
Την πρόσκαιρη χαρά που έδωσε
Αφέθηκε ίσως με κάποια λύπη
Με περισσή φροντίδα
Ελκυστικός
Τεράστιος για τα μικροαστικά
Ενδιαιτήματα
Άστεγος στην νεότητα του  
αβόλευτος
Κάποιο άλλο παιδί
Θα τον θέλει
Έστω και ανακυκλωμένο
Η μητέρα δεν θα μπορεί
Με τα άδεια χέρια
Να μεγαλώσει
Το στενό διαμέρισμα
Τα μικρά χεράκια
Θα θέλουν να τον αγκαλιάσουν
Να χωθούν να χαθούν
Μέσα στην λούτρινη σιωπηλή
Πάντα ζεστή και ανοιχτή
Υπομονετική αγκαλιά
Που όλα τα ακούει
Όλα τα δέχεται
Μα δεν χωρά πουθενά
Σε μια στενάχωρη άπληστη κοινωνία
Homeless  
 




[1] δρακοντικός =πελώριος, υπερμεγέθης, δυνατός, ισχυρός


Thirstiness


Θα ακούω μόνο την βροχή
Που άργησε να έρθει
Κάρβουνο στο βουνό
Οι αγαπημένοι θάμνοι
Σκληρή έρημος χωρίς
Νερό
Σιωπηλά
Παραδόθηκαν
Στο ήλιο με τις κακίες του
Πικρό φονικό φιλί τους δίνει
Το χώμα αχόρταγο βουλαιμικά
Θα ανοίξει
Να δεχτεί το ποθητό νερό
Που τρέχει φεύγει
Κυνηγά
Πέτρες και κλαδιά
Βαθιά
Χαράσσει την διψασμένη γη
Πληγές βαθιές αφήνει
Άραγε από τους ξερούς κορμούς
Τρυφερά θα ξεπροβάλλουν
νέοι βλαστοί
χαμόγελα και ελπίδα
να σκορπίσουν

 

5/11/19

Έρως καθεύδων












Τοv βρήκα ανεπάντεχα τον μικρό
Έρωτα
Ξεχασμένο
Σε μια γωνιά
Σκληρός ο βράχος
Αμέριμνος κοιμάται
Σε πουπουλένιο στρώμα
Ευτυχής  
Πλήθη συρρέουν
Θορυβούν
Καθόλου δεν ακούει 
ξεκουράζεται αθώος
Από τις τόσες σκανταλιές
Βιαστικά
Απερίσκεπτα οι
Τουρίστες τον προσπερνούν
Θαμπωμένοι από τον ομφαλό
Της γης
Και όλα τα περίτεχνα
Θαυμαστά Έργα τέχνης

Αυτός αδιαφορεί προς το παρόν
Καινούργιες ονειρεύεται
Άπονες άκαιρες σαϊτιές
Αλαζόνες θα γονατίζουν
Άμεμπτοι θα λερωθούν
Σώφρονες θα τρελαθούν
Απερίσκεπτοι
Που προσπέρασαν
Δίχως να προσκυνήσουν
Θα τιμωρηθούν 
Το γέλιο του γάργαρο
Αντηχεί
Πονηρά κλείνει το μάτι












Χάνονται οι ίσιοι δρόμοι
Ξυπόλυτοι σε τραχιά δύσβατα
Μονοπάτια
Κοιμάσαι μικρέ έρωτα
Άδικα σε περιμένουν 
Χαρά και πόνο καρτερούν
Είναι αργά
Βραδιάζει
Θα έρθουν της νύχτας οι σκιές
Και εσύ
Στο γλυκό φως ροδόχροης  αυγής
Ξέγνοιαστος κοιμάσαι