5/11/22

B.F.F.E



Στέκει ευθυτενής

Τα όμορφα μάτια στεγνά

Εχέμυθα

Κρύβουν τον ασήκωτο πόνο

Το πρόσωπο μια πέτρινη

Άψυχη μάσκα

Το αισιόδοξο χαρωπό χαμόγελο χάθηκε

Τα χείλη σφικτά

Στωικά σιωπηλά βαδίζει

Τον δρόμο που δεν διάλεξε

Που πρέπει να διασχίζει



Κακεντρεχείς θεοί

Τον γεμίζουν με εμπόδια

Μαχαιριές τριβόλια

Και παγίδες

Από την Σκύλα στην Χάρυβδη

Συνθλίβεται

Τα κύματα την πετούν

Στις κοφτερές απρόσιτες ακτές

Ματώνει

Επουλώνει μόνη της τις βαθιές πληγές 

Τα κόκαλα αναστενάζουν βουβά

Από το βαρύ φορτίο



Δεν υπάρχει κομμάτι γη

Για να ξαποστάσει

Όαση να ξεδιψάσει

Θεός για να παραπονεθεί

Χέρι να βοηθήσει

Βάρος που και όταν μοιράζεται

Γίνεται βαρύτερο

Βοή και αντάρα

Τραντάζει σκορπά  την ζωή της

Τραβά μπροστά

Αρχαία θαρραλέα πολεμίστρια



Αγωνίζεται αγόγγυστα 

Νεομάρτυρας χωρίς θεό

Φοίνικας

Αναγεννάται από τις πικρές στάχτες της 



θέλει




Ζεστός ο φθινοπωρινός ήλιος

Πασχίζει να τον δροσίσει

Ένα αεράκι τεμπέλικο

Οι φωνές των παιδιών

Αντιλαλούν βόμβος

πολυάσχολων μελισσών

τα ροζ κυκλάμινα

σκύβουν ταπεινά

δεν σηκώνουν κεφάλι

να αντικρίσουν

τον γελαστό ήλιο





αγχωμένες μητέρες

ετοιμάζουν το κυριακάτικο

φαγητό

φιλόστοργοι μπαμπάδες

παρακολουθούν με

αγάπη που ξεχειλίζει

τα παιδιά τους

αναχάπαρτα

το βλέμμα του την αντίκρισε

ο ήλιος ο τρελός

πύρωνε το κοιμισμένο σώμα

το αγέρι που έπαιζε κρυφτό

ο γαλανός ο ουρανός

διάλυε την σκέψη

κεραυνός εν αιθρία

το κορμί ξύπνησε

η καρδιά παλιό ρολόι

οι ήχοι απλώθηκαν ξεκούφαναν



ο νους μαγνητισμένος

ρουφήχτηκε

ο ίδρως κύλησε γρήγορα

η ζωή ξύπνησε

φούσκωσε

αναστήθηκε ακυβέρνητα το σώμα

το αίμα καλπάζει

οι φλέβες διογκώνονται

διαστέλλονται

ήθελε να φωνάξει

να διαλαλήσει την ευφορία

που τον πλημμύρισε

ταυτόχρονα ήθελε να κρυφτεί

να διαλυθεί

να μαζέψει τα εύφορα

σκορπισμένα κομμάτια του

ο ήλιος αλύπητα κορόιδευε



σταμάτησε η πλάση

σιωπή κυριάρχησε

αλλού

σε άλλο σύμπαν

φευγάτη μπάλα

τον τάραξε

το όνειρο εχάθη

πίσω στην reality

επιστροφή στην καθημερινότητα

άδειασμα

κενό σακί



το χέρι του μικρού

όαση

σανίδα στην αφηνιασμένη θάλασσα

όλα μουντά άψυχα θολά

άγευστο το φαΐ

η κουβέντα βοές στα αυτιά

θέλει να φύγει

και να μείνει

θέλει

τι να θέλει