26/9/20

too late

 


Δεν ήξερε για τους έρωτες του

Αν ήξερε μπορεί και να έπραττε  αλλιώς

Σκόρπιζε καθώς έλεγαν

χτυποκάρδια

σε γυναίκες

Που είχαν αφήσει

Από καιρό πίσω την εφηβεία

Πάθη δυνατά ασυγκράτητα

Μείγμα έρωτα πόθου κλπ

Σιωπηλός διακριτικός

Κοινώς ένα ποτάμι σιγανό 

Καθώς απεδείχθη

Κοίταζε με τα γεμάτα θλίψη μάτια

Σα να γύρευε στοργή

Ήθελες να τον αγκαλιάσεις

Μια μητρική αγκαλιά

Να τον ησυχάσεις

Να τον νανουρίσεις απαλά

Και να του πεις πως όλα θα περάσουν

Αλλά από το μυαλό δεν πέρναγε

Το άτακτο πλούσιο παρελθόν του 

To be honest

Κάτι αναδύθηκε από τα βαθιά σκοτάδια

Κάτι στα μάτια του έλεγε

Κάτι ζητούσε 

Κάτι φτερούγισε επίμονα πικροπαραπονεμένο

Διώχθηκε γρήγορα η άπρεπη σκέψη

Λάθος ερμηνεία

Αυτά τα πράγματα δεν είναι τα σωστά

Κι όμως τα μάτια μίλησαν

Κανείς δεν τόλμησε

Δεν έκανε το πρώτο βήμα

Συνέχισαν σαν να μην υπήρξε

Κανένα μήνυμα κανένας διάλογος

Κανένα σήμα ερωτικό

Κανένα όνειρο γλυκό



Σπρώχθηκε η επιθυμία στα Τάρταρα

Μα κάπου κάπου

Δειλά ξυπνά

Ένα μειδίαμα αναδύεται τρυφερό  

Όλα θάβονται σοφά ξανά

it's too late, baby now, it's too late

έχασες την χαμένη ευκαιρία

 

 

αφούγκραση

 






Έρχεται το φθινόπωρο

Τα φυλλοβόλα κιτρινοκοκκινίζουν

Τα πλατάνια γδύνονται σιγά σιγά

Αιωρούνται τα φύλλα

Αναποφάσιστα

Μέχρι να τα δεχθεί

η αδηφάγα γη

οι καλοκαιρινοί επισκέπτες

χαιρέτησαν από καιρό

πολύ σπάνια η σιωπή του βουνού

ταράσσεται από βιαστικά

αυτοκίνητα

κυριαρχούν τα πιστά στρουθία

τα φλύαρα χελιδόνια

πέταξαν μακριά

οι άδειες φωλιές θα γεμίσουν

από τα παγωμένα σπουργίτια

και ο αέρας λαίμαργος

παιδεύει τα κλαδιά

έρημη η καφετεριοταβέρνα

μαζεύεται η σκόνη

στα άδεια τραπεζοκαθίσματα

τα φύλλα ξαποσταίνουν για λίγο

φεύγουν και αυτά

η πρασινοκίτρινη έρημος

θα βαφτεί κάτασπρη

η εκκωφαντική σιωπή του χιονιού

θα ξεκουφαίνει

η τηλεόραση θα κάνει νερά

θα αναβοσβήνει

το σκοτάδι βαρύ

θα επιμένει

θα απλώνεται αδιάφορο

αρμένικες επισκέψεις 

πέρασαν τα χρόνια

κυνηγώντας οι εποχές

η μία την άλλη

ασάλευτες πανομοιότυπες

περιμένοντας  τον ανθρώπινο ήχο

κοιτώντας την αντικρινή πλαγιά

ατελείωτη αφούγκραση ήχων

που δεν έρχονται

συνομιλώντας με το άλαλο βουνό

 

 

 

21/9/20

Lonesome

 

Lonesome[1]

Κοιτά τις μέρες που περνούν

Κενές

Στο άθλιο σπιτικό της

Στην άκρη του κόσμου

Του κακού

Πίσω από παραθύρια  άθραυστα

Η νιότη μέσα της σκιρτά

Την πολεμά ο άσπλαχνος χρόνος

Το σώμα σάρκα άφθονη

Που τριγυρίζει ο πόνος

Θέλει να ζήσει

Να βρεθεί

Στο μάτι του κυκλώνα

Πρώτη να σύρει το χορό

Που σπαρταρά εντός της

Αυτό το δύστυχο κορμί

Πως λαχταρά να λικνιστεί

Μια μπαλαρίνα ζηλευτή

Άξια για Μπολσόι

Στέκει μονάχο στην γωνιά

Με όνειρα γεμάτο

Τέτοια δεν της άξιζε ζωή

Τόσο μακριά από όλα

Που είναι ο πρίγκιπας

Ο καλός

Εκείνο το ζεστό σπιτικό

Που ευωδιάζει

Κουλούρια φαγητό

ζεστά

για τα παιδιά

Οι φίλοι οι συγγενείς

Οι καλοί γειτόνοι 

Τα πήρε όλα η ζωή

Χωρίς να της τα δώσει

Της άφησε

Τα άδεια χέρια

Που σφήνωσε ένα δακτυλίδι φτωχικό

Χαλκάς βρόχος

Δώρο χαμένου πρίγκιπα περαστικού

Και όνειρα άπειρα σαθρά

Που ξεψυχούν εντός της

 

 



[1] θλιμμένος λόγω μοναξιάς












 

19/9/20

Αντάρα

 



Ήρθε το χειμωνιάτικο φθινόπωρο

Άγριο θυμωμένο

Μήνες μάζευε την σκαιά οργή του

Δεν άφηνε τα δάκρυα

Να πέφτουν αγάλι αγάλι

Να δροσίζουν την διψασμένη γη

Να ανθίσουν

Ταπεινά τα ήσυχα κυκλάμινα

Τα μάζευε σιωπηλά

Φούσκωσαν ακράτητα τα νέφη

Ξέσπασε απελπισμένο

Χείμαρρος ο πόνος του

Έγδαρε την άνυδρη γη

Πληγές αγιάτρευτες πολλές

Άνοιξε διάπλατα αλύπητα

Τα πέτρινα σπλάχνα

Έπλυνε καθάρισε

τους βρωμισμένους δρόμους

ρυάκια θολερά

ξεφύτρωσαν παντού

λύγισαν τα κλαδιά

αγέρας βρυχάται

θυμωμένος

φύλλα, σκουπίδια δραπέτες

αρπάχθηκαν

στροβιλίζουν

ταξιδεύουν

ο ήλιος αθέατος παρών

αδύναμος να βγει

να χαμογελάσει

βλέπει μακριά

εκεί που οργισμένα ποτάμια

όλα τα πήραν

10/9/20

Σιγερά

 



Σιγερά[1]

Απλώθηκε η σιωπή

Απέμειναν οι αχνοί απόηχοι του δρόμου

Του γερασμένου ρολογιού

Παραδομένου στην μονοτονία

Άπειροι ομοιόμορφοι κύκλοι

Ησυχία

Σαλεύουν ανεπαίσθητα οι κουρτίνες

Στην βεράντα διακριτικά

Οι μερμύγκες

Αγόγγυστα δουλεύουν

Διστάζει ο αγέρας να μιλήσει

Αυτή είναι η ζωή

Προετοιμασία για την αιώνια

σκοτεινή σιωπή

Γλυκόπικρη αναμονή

Τι περιμένει άραγε

Τι είναι να έρθει

Που αργεί

 



[1] σιγερά =σιωπηλά

 

Welcome

 






Χαρά των θλιμμένων οφθαλμών

Ένα μικρό κλαδάκι

Έσπασε αθέλητα

Από το θαλερό φυτό

Μια μικρή στεναχώρια αναστέναξε

Ανέλπιδα πρόχειρα συνφυτεύτηκε

Σε κουρασμένη γλάστρα

Στην σκιά εργατικού φυτού

Έπεσαν τα φύλλα

Απόμεινε

Ένα γυμνό ξερό κλαδί

Πέρασε ο καιρός σαν όνειρο

Ξεχασμένο σιωπηλό

And suddenly γέμισε αισιόδοξα φυλλαράκια

Ταπεινά σοβαρά καμαρωτά

Με αξιοπρέπεια δηλώνουν

We will survive

Οι ρίζες σταθερές

Τα κλώνια θα φτάσουν στο ουρανό

Τα κόκκινα άνθη

Θα σκορπίσουν χαρά

Στα θλιμμένα μάτια

 Welcome στον αδιάφορο κόσμο

 

6/9/20

ρδόμος


ρδόμος[1]

Νοτισμένο το σεντόνι

ηδεία ευωδιά ιδρώτα

μαυλιστική σαγηνευτική

επιθυμία να βουλιάξεις

να χαθείς εντός της

αταβιστικές μνήμες

ξεχύνονται αλόγιστες

ακυβέρνητες

αναπλασμένες

το χέρι μάταια ψάχνει

στα τυφλά 

το έτερο σώμα

αθέλητα το αναζητεί στον κόσμο τον απέραντο

φεγγάρι πικρό αμίλητο

συνεργούσε με το θαμπό φως

ακάθαρτων λαμπτήρων

το σκότος ωχριούσε

ανάσαινε πάλι

η πόλη αγχωμένη

κυνηγούσε απατηλά ονείρατα

αγκομαχούσαν τα κλιματιστικά

ανυπόδητος στην θολή άσφαλτο

κρατούσε  τρυφερή την λαύρα

της ημέρας

αθέατη κυνηγούσε

την αγαπημένη χίμαιρα

οι φύλακες βυθισμένοι

στα cell phones

εγέρθηκαν περιγελούσαν

κάγχαζαν

And then την άφησαν ήσυχη

να περιπλανάται

γεμάτα εξάλλου τα madhouses

σκέφτηκαν

τις άλλες σκιές ικέτευε

αν συναντήσουν το όνειρο της

να του πουν 

πως περιμένει πάντα

και τότε αυτές της δείξανε

τα ματωμένα πόδια

τα χέρια τα στεγνά

τα σκελετωμένα 

και το μαχαίρι το αιχμηρό

βαθιά μες την καρδιά

αιώνες τώρα

μένουνε με αδειανή αγκάλα[2]  




[1] ρδόμος =δρόμος

 [2] αγκάλα =αγκαλιά

4/9/20

ωδίνα

 

ωδίνα[1]

 


Για αυτή την έρμη την κοιλιά πολλά τραβά ο καθένας

                                         Που τον πλακώνουν συμφορές και βάσανα κι ανάγκες

 Ακούραστα αεικίνητα τα μυρμήγκια

Στρατός εργατικός

Πλήθος πειθαρχικό

Σε γραμμές

Χωρίς φανερούς αρχηγούς

Αγαστή συνεργασία

Από την ανατολή μέχρι την δύση 


Μαύρισαν γέμισαν την βεράντα

Χαρούμενα για την άφθονη τροφή

Σκουπίδια σε αναμονή

Ανακύκλωση

Ανέλπιστα κοντά

Τρέχουν ασταμάτητα

Γεμίζουν τις αθέατες αποθήκες

Θα έχουν άφθονη τροφή

Για τις σκληρές ημέρες

Αφήνονται να ζήσουν

Ανεξάρτητα συντρόφια

Όταν περιορίζονται στο μπαλκόνι

Unfortunately

Η σκούπα τάραξε

Παρέσυρε σκόρπισε

Τον εργατικό λαό

Ακολούθησε

Το τελειωτικό κτύπημα

Απόνερα από το πότισμα

Πλημμύρα

Σκληρός ανελέητος θεός

Γένηκα για τα φτωχά ακάματα μερμήγκια

Αθέλητος έλεγχος πληθυσμών

But να τα πάλι επανέρχονται

Ατσάλινα αμίλητα σταθερά

Αδάκρυτα

Συνεχίζουν ατρόμητα

Όσα  απόμειναν



[1] ωδίνα =συμφορά