30/1/22

οι προσφιλείς άλλοι



Κοιτά τον άνθρωπο

Που μοιράστηκε την ζωή της

Άγνωστος ξένος

Το βλέμμα του ακυβέρνητο

Σταθμεύει σε αλλότρια θηλυκά

Καρφώνεται και δεν ξεκολλά

Σαν πεινασμένο παιδί

Μπροστά σε λαχταριστά ζαχαρωτά

Ακόμα ποθητός  εμφανίσιμος

Ο χρόνος τον χαϊδεύει

Του δίνει γοητεία



Αυτή γερνά κάθε μέρα

Και πιο πολύ

Τα παιδιά της μακριά

Δικές τους πολυάσχολες ζωές

Το παρελθόν

Μύρια μαχαίρια

Την πληγώνουν ασυλλόγιστα

Ξενύχτια τρεχάματα

Στοίβες κουζινικά

Κατσαρόλες

Πλυντήρια

Ατμοσίδερα  σε σειρά

Διαβάσματα φροντιστήρια

Την κυνηγούν στα όνειρά της



Τρυφερή μητέρα

Τέλεια νοικοκυρά

Πιστή σύζυγος

Άφησε το σώμα της

Ανικανοποίητο

Αρκούταν

Σε ότι της έδιναν σιωπηλά

Συμβιβασμένη με ότι είχε

Χωρίς ερωτήματα απορίες  

Τώρα το κορμί της

Η ψυχή της

Όλο το είναι της

Ξεφεύγουν

Επαναστατούν

Ζητούν  ότι έχασαν

Χωρίς να ξέρουν τι έχασαν




 Τίποτα δεν απαλύνει το παρόν της

Όλα φαντάζουν λάθος

Όλα λανθασμένα σωστά

Θέλει να ζήσει

Να νοιώσει

Να ξεφύγει από το αδιαπέραστο

Σκληρό κενό

Κολλώδες την αγκαλιάζει σφικτά

Την ματαιότητα

Θηλιά στενή μόνιμη στον ρυτιδιασμένο λαιμό της

Όλη η ζωή της οι προσφιλείς άλλοι

Φευγάτοι τώρα και αυτοί 



27/1/22

Matrix



Πάμε σιγά σιγά

To σώμα βαραίνει

Άχθος [1] ασήκωτο η μέρα

Σέρνει το αχρείαστο έρμα

Ελαφροπερπατώντας έρχεται

Το δείλι

Απλώνει τα μελαγχολικά πέπλα του



Ο ήλιος κουρασμένος

Χάνει την λάμψη του

Ξεθωριάζει

Σκυθρωπός χάνεται

Πίσω από τα μακρινά βουνά

Κάποτε κραταιός

Κυριεύεται από

Την αδυσώπητη νύχτα



Τα στρουθία αποσύρονται 

Σε άγνωστες φωλιές

Κουρνιάζουν φοβισμένα

Σιωπούν

Το χαρωπό τιτίβισμα

Σβήνει

Τα είπαν όλα

Ριγούν τα χλωμά φύλλα

Ξεψυχούν

Πάνω στα σιωπηλά δέντρα

Ακίνητα περιμένουν

Υπομονετικά

Το φοβερό άγνωστο

Τα αγκαλιάζει 



Σκιές ξεπροβάλλουν

Τα πάντα σκιές

Για να σβήσουν γρήγορα

Να γίνουν πηκτό αδιαπέραστο

Ζοφερό σκοτάδι

Matrix [2]

Dead end

It s time




[1] Βάρος, φορτίο, λύπη

[2] Πλέον, με τη λέξη Μάτριξ εννοούμε την πραγματικότητα στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι, είτε από την κοινωνική και φυσική σκοπιά της, είτε από την πνευματική

26/1/22

μοντέρνα παράθυρα



Κλεισμένοι και δυο

Σε σύγχρονα κελιά

Ονειρεύονται

Συναντήσεις συνομιλίες

Να ζήσουν το όνειρο

Που ο άταχτος νους

Ακούραστος φτιάχνει



Θα ήθελαν

Να βγουν έξω

Στο κόσμο

Να ζήσουν

την ζωογόνο ψευδαίσθηση

σαν μύγα

στριφογυρίζει

αδιάκοπα

νευρόσπαστα

μηχανικές κινήσεις



δεν τολμούν

να ατενίσουν

τον κόσμο

να πλησιάσουν

τα παράθυρα

να τραβήξουν τις παλιές κουρτίνες

να δουν την πέτρινη πόλη

την καθημερινή κίνηση των άλλων

κόλλησαν μπρος

σε σιωπηλές βρώμικες οθόνες

μοντέρνα  παράθυρα 



τεφρός πάγος



Πέφτει το χιόνι άσπιλο

Απαλό πούπουλο

Χορεύουν ανάλαφρα

Οι χιονονιφάδες

Νεαρές νύμφες

Αφήνονται στον έρωτα

Ζαλισμένες από την αγάπη

Καλύπτουν τα πάντα

Με υπομονή

Αθόρυβες σιωπηλές

Ακούραστες ζουν το όνειρο



Όλα ωραία

Ρομαντικά τοπία

Σχέδια τέλεια

Σιγά σιγά

Βαραίνει το ανάλαφρο βάρος

Λυγάνε τα κλαδιά

γογγύζουν 

σπάνε

πέφτουν πεθαίνουν

οι δρόμοι αδιάβατοι



το πανέμορφο λευκό

γίνεται μαύρη λάσπη

γλοιώδης γλιστερή

βρώμικα τα ολόλευκα

νυφικά

διαλύεται το όνειρο

ανάλαφρες χιονονιφάδες

σκληρός αδιαπέραστος

τεφρός  πάγος 



17/1/22

η σαχταρού



Δορυφόροι

Πλάνητες

Φωτίζονται από μακρινούς ήλιους

Ζουν μέσα στις σκιές

Ανόητα

Έλκονται από αδιάφορα

Είδωλα

Άχρηστα τοτέμ

Ταπεινοί προσκυνητές

Λατρεύουν

Κενά πουκάμισα



Τα μάτια τυφλά

Δεν βλέπουν

Δημιουργούν τις επιθυμητές

Οπτασίες

Εξαίσιοι δημιουργοί

Ποιητές

Από το τίποτα

Αναβλύζει το όμορφο παν

Μέσα στο όνειρο ζουν

Το όνειρο



Χτυπά το ακούραστο βιαστικό ρολόι

Δώδεκα

Απομένει η σαχταρού

Με τις βρώμικές στάχτες της

Τα μαύρα νύχια

Την σάπια κολοκύθα

Τρέχουν τρελά

Τα ποντίκια

Περήφανα άσπρα άλογα

Ψάχνουν τρύπες να κρυφτούν



Το γυάλινο γοβάκι

Δεν χωρά

Στο πρησμένο

από την ορθοστασία πόδι

άδικα δείχνει

το ταίρι

τα μάγια λύθηκαν

το βασιλόπουλο

άνεργο άστεγο

σκοτώνει

άχρηστα  κίβδηλα κοσμήματα

η  Αλιόνα Ιβάνοβα

τον περιμένει υπομονετικά 



15/1/22

Αγώνες



Διασχίζει κάθετα

Τον δρόμο που κάποτε έμενε

Η μυθική φιγούρα

Της θύμιζε αθώο ήρωα

Της οκτωβριανής επανάστασης

Εργάτης απροσκύνητος

Θαρραλέος πολεμιστής

Ακάματος

Με το μυστρί και τον τενεκέ

Έκτιζε

Τα σπίτια της φτωχολογιάς



Κυμάτιζαν τα λευκόχρωα μαλλιά του

Το περήφανο κεφάλι του

αδάμαστο άτι

Ατένιζε ψηλά τον ουρανό

Έβλεπε το σταθερό όνειρο

Ισότητα αδελφοσύνη

ψωμί παιδεία ελευθερία

Έβλεπε Την ημέρα

που οι έσχατοι ταπεινοί και καταφρονεμένοι

ἔσονται πρῶτοι




σαν αετός ροβόλαγε

στις πορείες

στις διαμαρτυρίες

το κορμί και η ψυχή

στητά

δεν λύγισαν από την δουλειά

την πίκρα

τους μάταιους αγώνες

γεμάτος ελπίδες

προχώραγε



ζήλεψε ο μαύρος καβαλάρης

λύγισε το κορμί

το σημάδι του θανάτου

ο πόνος το παράπονο

χαράχτηκαν ανεπανόρθωτα

αλύπητα

κοιτάζει τώρα

την μαύρη γη

τον περιμένει

στο τέλος του δρόμου



ίδιο για όλους

είτε πλούσιος είτε πένης

είτε βασιλεύς είτε εργάτης

το τέλος που θάβει

αμετάκλητα

όλα τα όνειρα 



 

κλοσάρ


Συνεχίζει ακάθεκτη

Η ψυχή

Τρέχει πίσω της η λογική

αγκομαχά

σέρνεται πληγωμένη

παρατημένη

νικημένη

ελπίζει η ψυχή

στο ακατόρθωτο



το σώμα σαστισμένο

νοιώθει ότι μπορεί

υποκύπτει

στην σκληρή αλήθεια

λυγίζει και αυτό

αλλά η επιθυμία

κεφάλι αστείρευτης

λερναίας Ύδρας

ξαποσταίνει

ξεψυχά

και ξανά προς

την ελπίδα

κουτσαίνοντας τραβά



φουντώνει θάλλει

την παγώνει

ο δριμύς χειμωγκόν

νεκρώνει

σαν άμυαλη αμυγδαλέα

ανθίσει πάλι

εκθέτει τα ροδόχρωα

λεπτεπίλεπτα

μυρωμένα άνθη της

θαρραλέα

στην παγωνιά του θανάτου  



ξεφεύγει

μαδημένη

επιμένει

κλοσάρ

περιπλανάται αδιάκοπα

αδιάφορη για τα περιφρονητικά

έντρομα συμπονετικά

μικροαστικά βλέμματα 



 

 

2/1/22

quarantine



Βυθισμένη στο άλμπουμ

Με τις παλιές φωτογραφίες

Αναπολεί το παρελθόν

Τις γιορτές στο πατρικό σπίτι της

Την μητέρα της

Συγκέντρωνε στοργικά

Τα παιδιά της

Να γιορτάσουν όλοι μαζί

Οι μυρουδιές από την κουζίνα

Απτές

Γεμάτες ζωντανή αγάπη

Ανακούφιζαν τις όποιες πληγές



Φωνές σαματάς

Μουσικές διαφωνίες

καυγάδες σιωπηλοί

Άγριοι

Πιάτα κουλουράκια γλυκά

Ξεχείλιζαν από προσδοκία

Όλοι χωρούσαν και άλλοι

Περισσότεροι



And now

Μόνη στο σιωπηλό σπίτι

Απομονωμένη

Φοβισμένη από τον τρομερό ιό

Κουβαλώντας χρόνια

Δύσκολα μετακινείται

Αποφεύγει τις επαφές

Συντροφιά της

Η τηλεόραση

Οι φοβερές οι ειδήσεις της

Πολλαπλασιάζουν το άγχος της



Το τηλέφωνο που σπάνια χτυπά

Οι  γιορτές οδυνηρές

Βυθίζουν το μαχαίρι

Της μοναξιάς

Βαθύτερα

Σαν μοναχικό δέντρο ριζωμένο

Γυμνό

Αφημένο

Στο κέντρο μιας αδυσώπητης ερήμου 

 


Στιγμιαίο ολίσθημα



Ανήμερα Πρωτοχρονιάς

Και στο τραπέζι

Όλη η ευρεία οικογένεια του

Μαζεμένη ντυμένη

Με τα καλά της

Άφθονα τα εδέσματα

Γαλίφικο το αλκοόλ

απλώνεται 



Φωνές κουβέντες μουσικές

Κάτι σαν ομίχλη διαχέεται

Στην γιορταστική ατμόσφαιρα

Σαν ηλεκτρικό ρεύμα

Ξαφνικά αναχάπαρτα

Η εικόνα της διαπέρασε

Τον νου του

Που να είναι άραγε

Με ποιους

Τι κάνει



Γλυκεία νοσταλγία

Για το Όνειρο 

Για το επιθυμητό μέλλον

Σαν χτυπημένος από κορονοϊό

Επιθυμεί  την άγνωστη μυρουδιά της

Την επιδερμίδα της

Να ευφραίνει

τους γευστικούς κάλυκες

Την φωνή της να διεγείρει

τους ακουστικούς πόρους

την ανάσα της να τον ζεσταίνει

το άγνωστο χέρι αφημένο στο χέρι του



αφηρημένος αφήνεται

στιγμιαία στην ανεκπλήρωτη επιθυμία 

λογικός επιστρέφει

στην συζήτηση

λύνονται επί χάρτου

όλα τα προβλήματα

όλα συνεχίζουν απαράλλαχτα