28/1/21

λιμένεμαν

 








λιμένεμαν [1]

Λάμπει ο ήλιος

Απρόσκλητος εισβάλλει

Στα σκοτεινά δωμάτια

Ελπίζεις ότι θα σε ζεστάνει

Με τις χρυσές φωτεινές ακτίνες του

Ήλιος με δόντια

Διαπερνά το ψύχος

Φτάνει μέχρι το κόκαλο

Ύπουλο

Παγωμένο το κορμί

Παγωμένη η ψυχή

Τρεμοσβήνει το χιόνι

Στα γύρω βουνά

Παλεύει ο ήλιος

Με το ψύχος

Σταθερά και τα δύο

Ψάχνουν τα πτηνά

Του ουρανού

Ξεχασμένα σπυριά

Ψίχουλα πεταμένα

Μαραζωμένες ελιές

Εγκαταλελειμμένες

Φουσκώνουν τα φτερά τους

Να ζεσταθούν

Να βρουν μια γωνιά

Να χουχουλιάσουν



[1] λιμένεμαν =εγκαθίσταμαι σε μέρος ασφαλές, αποκαλύπτομαι από τα χιόνια που λιώνουν

 

Άτιμη ζωή

 





Μία στο καρφί και μια στο πέταλο 

Σκορπάς ασύστολα τα βάσανα

Τις δυστυχίες τις μιζέριες

Τους πόνους

Και από την άλλη

Στέλνεις μια μικρή

Ασταθή ελπιδούλα

Αρπάζεται από αυτήν

Ο δυστυχής

Ελπίζει αισιοδοξεί

Λάζαρος με τις απαίσιες

Ανοιχτές πληγές του

Χορταίνει με τα ψίχουλα

Που ρίχνεις

Ξεγελά την πείνα του

Θεριεύει το κενό

Διογκώνεται

Ελπίζει

Μαζεύει λαίμαργα

Τα ψίχουλα

Ανταγωνιστής

Με τα φλύαρα σπουργίτια

Στηρίζεται στο ανύπαρκτο

Πάντα γελαστοί και γελασμένοι 

 

22/1/21

Εδέμ

 

Κοιτά με απορία την γυναίκα του

Άγνωστη μετά από τόσα χρόνια

Ο χρόνος της κάνει παρέα

Ανελέητος

Ασυνείδητος καθρέπτης

Της μορφής του

Συσσωρεύεται η ματαίωση

Κυλά στις συρρικνωμένες φλέβες

Κατακάθεται στο πρόσωπό του

Στα γκρίζα γένια του

Γοητευτικό ακόμα

Στα όρια της νεότητας

Όλη την ημέρα τριγυρίζεται

Από τα αδυσώπητα νιάτα

Ασυλλόγιστα ατρόμητα

Τιτιβίζουν ασταμάτητα

Γελούν με το παραμικρό

Η σάρκα φρέσκια

Αρυτίδωτη

Σκορπά τις ευωδιές της άνοιξης

Παιχνιδιάρας αδιάφορης

Τον κοιτούν με τα μεγάλα

Αθώα μάτια

Γεμάτα γυναικεία πονηριά 

Σκορπούν ατήρητες υποσχέσεις

Σκύβει το κεφάλι

Χάνεται μέσα στις ενεργητικές

Και παθητικές φωνές

Στα υποκείμενα και αντικείμενα

Το σώμα του αθέλητα ανασταίνεται

Θυμάται ελπίζει θέλει

Μετενσάρκωση του άγιου Αντωνίου

Αβοήθητος μόνος

Που να πει το πόνο του

Σκύβει περισσότερο το πονεμένο

Κεφάλι 

Βυθίζεται στις προϊστορικές περισπωμένες

δασείες οξείες

φυλακισμένος στον κήπο της Εδέμ

κατακόκκινα ζουμερά μήλα

λαμπυρίζουν στην πρωινή

δροσιά

χίλια πολύχρωμα χρώματα

άπιαστες ίριδες

τον πυροβολούν

γυμνός απροστάτευτος

κρύβει την θλιβερή γύμνια του

με τα στιγματισμένα χέρια

τα χέρια που επιθυμούν

να κόψουν το απαγορευμένο καρπό

να χώσουν τα κιτρινισμένα δόντια του

στην κάτασπρη ζουμερή σάρκα

να εκχυθούν οι απαγορευμένοι χυμοί

16/1/21

αγλήγορα

 






Μας άφηνε σιγά σιγά

Ο κουρασμένος ήλιος

Ρόδιζε ο ουρανός

Βαριεστημένη πλησίαζε η νύχτα

Στο γλυκό φως του δειλινού

Φάνηκαν

Ο ηλικιωμένος με την βακτηρία του

Σαστισμένο ανεπαίσθητα

Το βλέμμα του  

Αφοσιωμένος προσεκτικός

Στα μικρά

Δύσκολα βήματα

Στον πλατύ μονοπάτι

Δίπλα του ο γιος

Εγγονός

Ωραία εικόνα για να κλείσει

Η μέρα

Έκφραση αγάπης

Έφερε τον πατέρα του

Στο βουνό

Στην φύση στον ήλιο

στον ουρανό στα δέντρα

Μακριά από τους σκαιούς τοίχους

Τους ήχους της άκαμπτης πόλης

Να θυμηθεί

Τα παιδικά του χρόνια

Παιδί ελεύθερο

Κατσίκι

Στα βουνά

Έτρεχε ξυπόλυτος

Ημίγυμνο το στέρεο

Δυνατό κορμί

Πεινασμένο λαίμαργο

Τον πλημμύριζαν οι μυρωδιές

Τα θυμάρια οργίαζαν

Ανέτελλε ο ήλιος

Λαμπρός prosperous

Ανοικτός πανοραμικός ο ορίζοντας

Ελεύθερη η ματιά

Αγκάλιαζε την οικουμένη

Έλιωνε στο χέρι του

Την σκληρή πέτρα

Σαν μανταρίνι

Σκόρπιζαν οι χυμοί

Η μυρωδιά

Λαμπίριζαν στο φως

Της ρόδινης απαλής αυγούλας

Τραγούδαγε

Η φωνή του ύμνος

Στην ζήση

Την μαργιόλα 

Έφυγε αγλήγορα[1] αγλήγορα

Η μέρα

Αργά αργά

Βαδίζει στην άφεγγη νύχτα

Συντροφιά

Με τον στοργικό ήλιο της ζωής του

 

 

 



[1] αγλήγορα =γρήγορα, σύντομα, βιαστικά

 

14/1/21

Κλώσιμον



Κλώσιμον[1]

Ζωντάνεψαν οι αυλές

Ξύπνησαν από την χειμέρια νάρκη

Πλημμύρισαν  από παιδιά

Αντήχησαν οι χαρούμενες φωνές

Ασταμάτητα τιτιβίσματα

Ιαχές ελευθερίας

Ομαδικά παιχνίδια

Κάτω από το προστατευτικό

Γαλάζιο ουρανό

Ο ήλιος τα αγκαλιάζει

Τους δίνει γενναιόδωρα

όλη την θαλπωρή του

Κυνηγητά πόλεμοι

η ελευθερία απλώνει  

Τα ξένοιαστα φτερά της 

Χαμογελούν οι γειτονιές

Οι διαβάτες κοντοστέκονται

Θα έμεναν με τις ώρες

Να βλέπουν τα παιχνίδια

Των παιδιών

Να ακούν την φασαριόζικη συναυλία

Αθέλητα μειδιούν

Κουβαλούν για λίγο

Το χαμόγελο τους

Παίρνουν μαζί τους

Τις φωνές και τα παιχνίδια

Ελπίζουν μέχρι την γωνία

Οι δασκάλες μασκοφορεμένες 

άγρυπνα

Τα παρακολουθούν

Άθελα υπολογίζουν

Το ιϊκό φορτίο

Τα άπειρα σταγονίδια

Που εκπέμπονται

Ξέφρενα

Προς σ όλες τις κατευθύνσεις

τις σκυθρωπές αίθουσες

πίσω τους οι οθόνες

ta mute kai ta unmute

με ακούτε

με πέταξε έξω

δεν ακούω

τα νήπια που κοιμούνται

γονείς αγχωμένοι

άγρυπνοι φρουροί

εν μέσω της νυκτός

γονείς και δάσκαλοι

χρήστες laptop tablets

mobile phone  

φωνές

κυρία να πάω τουαλέτα

κυρία θέλω νερό

και άπειροι κριτές

παρουσιάστριες at last

το μη χείρον βέλτιστο

αδύνατο

να αξιολογήσουν

But at the moment

ο ήλιος είναι εδώ

μας ζεσταίνει όλους

τα γέλια οι φωνές των παιδιών

βάλσαμο

στις τρομαγμένες μας ψυχές

 

 



[1] κλώσιμο(ν) =γνέσιμο, περιστροφή, επιστροφή

 

πιστό συντρόφι

 



Κουβαλάει και αυτός

Όλη την θλίψη

Το κεφάλι σκυφτό

Δεν βλέπει το γαλανό ουρανό

Το μπλε που αγαλλιάζει την ψυχή

Τα τροφαντά λευκά συννεφάκια

αεικίνητα παιχνιδιάρικα 

Όλη την Αθήνα που απλώνει

Αδιάντροπα αδιάφορα την πέτρινη

Καρδιά της

Βυθισμένος στις πικρές σκέψεις του

Κλείσανε όλα

Μόνο τον ήχο της φωνής του

Ακούει

Στο έρημο σπίτι

Ανοίγει την άμυαλη TV

Να σκοτώσει

Την νεκρική σιγή

Έφυγαν όλοι

Είχε τακτοποιήσει την ζωή του

Πρωινός καφές στο καφενείο

Συζητήσεις διαφωνίες

Έτρωγε στην ταβέρνα της γειτονιάς

Πήγαινε στην εκκλησία

Και κάπου κάπου έβλεπε

Παιδιά και εγγόνια

Συναντήσεις με παλιούς συναδέλφους

Σε άλλες γειτονιές



Αποκλεισμένος φυλακισμένος

Αόρατος

Έγιναν τα εγγόνια του

Από φευγαλέα χαρά

Φόβος και τρόμος

Εικόνες αποκάλυψης

Πεθαίνει μόνος σε εντατικές

Εξωγήινοι

Κάποιος τον περιμένει

Σταθερά ακούραστα

Αμίλητος σίγουρος

Στέκεται φοβερός παραστάτης

Σκύβει το κεφάλι

Να μην βλέπει

Το πιστό συντρόφι

 

9/1/21

σιδηρούν παραπέτασμα

 




ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου

Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας ημέρας της ζωής σου.

 

Τώρα πια έχει αυτή το

Πάνω χέρι

Έχει τακτοποιηθεί

Σπίτι αυτοκίνητο

Κατοικίδιο

Επιλεγμένο ταίρι

Ίσως και κάποιο

σεβαστό ποσό στην τράπεζα

αποκτημένα με αίμα, ιδρώτα,

σπέρμα

Το ύφος στεγνό

Υπεροπτικό

Δεν έχει κανέναν ανάγκη

Αγγίζει πολύ

Και ίσως ξεπερνά τα όρια

Της αγένειας

Αυτή είναι και καμία

Άλλη

Έχει πιάσει τον κόσμο

Από τα … του πάπα

Και δεν πρόκειται να τα αφήσει

Θα πληρώσουν τώρα όλοι

Αθώοι και ένοχοι

Δεν υπάρχει διάκριση

Τα χέρια που άπληστα

Μαγάρισαν το κορμί της

Τα υποκριτικά χαμόγελα

Που φόραγε στο όμορφο

πρόσωπο της

τα γλυκά ευγενικά λόγια

που έπρεπε να πει

όλες τις μαλαγανιές

που έκανε για να επιβιώσει


τα γέρικα απελπισμένα

πεινασμένα για αγάπη στόματα

που ρούφηξαν άπληστα

το stoma της

τα ανεπιθύμητα σώματα

που λαχάνιαζαν πάνω της

όλες τις ανθρώπινες μυρωδιές

τις στυφές εκπνοές

που δέχτηκε η ντελικάτη μύτη της

τους πόθους που έδυαν

στα βουλωμένα ώτα

δεν πρόκειται

να ανθίσει χαμόγελο

στα βιασμένα με κοινή συναίνεση χείλη

ήρθε από το διάτρητο

σιδηρούν παραπέτασμα

ανέστια, πένης, ξένη

ρίζωσε

σε ξένο άγνωστο τόπο

οι αδύναμες ρίζες της

θέριεψαν

με τοξικά βρώμικα λιπάσματα

σε ερεβώδη βάλτο

βούτηξε ως το πυθμένα

αναδύθηκε

μιασμένη άκαρδη αλλά ζωντανή

μόνο για το σκυλί της

που τριγυρίζει ανυποψίαστο

διαρκώς στα πόδια της

ανίδεο

υπάρχει καλοσύνη

Ρωμαία αυτοκρατόρισσα

δεν έχει οίκτο

για κανένα

ελάχιστη ευγένεια

τώρα κάνει χάρη

σε όποιο έρχεται

στο παράνομο μαγαζί της

μπαϊλντισμένη

ασφαλισμένη

στο σιδηρούν παραπέτασμα

που έφτιαξε με γυμνά άοπλα χέρια

 

5/1/21

περαστικός άγγελος

 



Σαν ήλιος μπήκε

Φώτισε τα σκοτεινά κελιά

Όμορφη περιποιημένη

Έλαμπαν τα χαλκοκόκκινα

Μαλλιά της

Οι αποσταμένοι αδένες

Ξύπνησαν

Τα φάρμακα νικήθηκαν για λίγο

Σαϊτιές φαρμακερές

Εκτοξεύθηκαν αθέλητα

Μαγνήτης τράβαγε

Όλα τα αγχωμένα βλέμματα  

Άπιαστο απτό όνειρο

Απροσδόκητο

Από μακρινό παράδεισο

ήρθε

Διέλυσε το πυκνό στρώμα

Καπνού

Δροσερό αεράκι

Κυριάρχησε εφόρμησε

μέσα από ακλόνητα κάγκελα

λουλούδια από τον απέναντι

κήπο μεταφέρθηκαν

αστραπιαία

οι σκισμένες καρέκλες

θρόνοι

η βρωμιά τα αποτσίγαρα

οι άλλοι

εξαφανίστηκαν

σαν καλή νεραϊδούλα

μεταμόρφωσε

το πονεμένο σαλόνι

σε άπιαστη ελπίδα

ο φόβος δεν φάνηκε

στο όμορφο πρόσωπό της

η απαλή φωνή της

γλυκύτατο άσμα

αταίριαστη

ένας περαστικός υπέροχος άγγελος

στην ζοφερή άβυσσο

 

4/1/21

Ο βουνός

 


Πρωτοδωμένη

Λάμπει η φύση

Νέα πολύχρονη 

Κάθε μέρα αλλιώτικη

Ίδια

τα δέντρα

υψώνουν τα γυμνά τους

Κλαδιά

Αθώα

Χαίρονται την γύμνια τους

Αφήνονται

Γεμάτα εμπιστοσύνη

Στο φως

Ανοίγουν τολμηρά την αγκαλιά τους

Να αγκαλιάσουν

Τον γαλανό ουρανό

Τα αειθαλή σκεπτικά

Αμίλητα σιωπηλά

Περιμένουν υπομονετικά

να αφεθούν στις διαθέσεις

του διπολικού αέρα

άλλοτε τους σιγοψιθυρίζει

λόγια αγάπης

τα χαϊδεύει απαλά

με λατρεία

άλλοτε εξαγριωμένος

βάρβαρος

τα ξεμαλλιάζει

ουρλιάζει ασυγκράτητος

τα λυγίζει

τα χτυπά αλύπητα

τα βογκητά τους

ανακατεύονται

με τις αγριοφωνάρες του

τα πουλιά λουφάζουν

φοβισμένα

και έπειτα ησυχία

τα πουλιά ξαναρχίζουν

ασταμάτητα χαρωπά

το κουβεντολόι

τα δέντρα αξιοπρεπή

στέκονται άφωνα

λούζονται

χαίρονται την βροχή

καθαρά φωτεινά

λαμπιρίζουν ιριδίζουν

οι στάλες

γλιστρούν

σιγοστέκονται αφήνονται

πέφτουν

με σκέρτσο

στην ανερμήνευτη γη

φέγγει το πράσινο

στον ντροπαλό ήλιο

τα ζεσταίνει με αγάπη

περνούν οι μέρες

αλλάζουν οι εποχές

αμετάβλητα

κάθε στιγμή διαφορετικά

κάθε στιγμή καινούργια και παλιά

κρατούν καλά το μυστικό