27/3/18

Άδραστος



I remember
Many years ago
When I was looking for a flat
Ψηλά από τα παράθυρα
Του Αι Σάββα
Απλωνόταν η τσιμεντένια πόλη
Ασάλευτη Άκαρδη
Βαρυγκωμούσα
Άπλυτη κακοστολισμένη
Γυάλιζαν οι κεραίες
Νεκρή μυρμηγκοφωλιά
Υπάρχει τάχατες ευτυχία
Σ΄ αυτή την στεγνή πόλη
Οικειοθελώς
Μια ολόκληρη ζωή
Για ένα κλουβί
Αγώνας δρόμου
Για τα ανήλια ντουβάρια
Για να έχουμε
Που την κεφαλήν κλίνει
Πίσω μου ο θάνατος
Αδιάφορος ακούραστος άκαρδος
Ασύνετος
Βασάνιζε τους αθώους υπηκόους του
Ζώντας τα ανελέητα χαροχτυπήματα
Powerless ανίσχυροι
Παρακολουθούμε
Ο πόνος οι κραυγές
Ουρλιάζει η ζωή
Αραέβοντας απεγνωσμένα μάταια
Νόημα happiness
Υπάρχει τάχα διέξοδος
Ψάχνοντας φυλακή
Να αποθέσεις ελπίδες, όνειρα
Την αμφίβολη freedom
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
  


20/3/18

Ανάντριστος


Με περισσή φροντίδα
Κένταγε τα κάτασπρα προικιά της
Έπλαθε αθώα όνειρα
Καθώς μελετούσε
Σπουδές νοικοκυριό
Και πάντα η ελπίδα
Αυτός ο άνδρας
Αχειροποίητος αόρατος
Πάντα παρόν
Αδικαιολόγητα απών
Σιγοψιθύριζε τα νανουρίσματα
Έπλεκε σφικτές κοτσίδες
Τα ατίθασα μαλάκια
Της μελλοντικής κορούλας
Έπλενε με στοργή
Τα ματωμένα γόνατα
Του ακούραστου αγοριού
Σιγοκουβέντιαζε με την μητέρα
Ευγνώμων για το γιο
Που της δάνεισε
Το δειλινό
Έστρωνε το καθημερινό
Γιορτινό τραπέζι
Κάτω από το βλέμμα
της  συλλογισμένης Παναγίας
Όλη η οικογένεια γύρω γύρω
Χαρούμενες φωνές
Ξένοιαστα γέλια
Ιστορίες ζωντανές απαλές
Σύζυγος παιδιά πεθερικά
Όλα καλά
Ανεπαίσθητα το τόσο
Συνηθισμένο όνειρο
Απρόσιτο
Απομακρύνεται αναίτια
Σταθερά θολώνει
Παλιομοδίτικα πια
Τα σεντόνια
Σκληρή ώχρα απλώνεται
Ανελέητα παντού
Το φως χάνεται
Οι παιδικές φωνές σίγησαν
Τα μάτια γεμίζουν
Μουχλιασμένη θλίψη
Εμμονικό γιατί Οι λέξεις πνιγμένες
Ο χρόνος σαρκάζει
Υπομονετικά καρτερεί
Τον αφέντη που δεν ήρθε
 
Θα θελα σαν καλή νεραϊδούλα
Να σου δώσω πίσω
το φωτεινό χαμόγελο
Με το μαγικό ραβδάκι
Θα εξαφανίσω την μοχθηρή θλίψη
Από τα μοναχικά μάτια
 
Smile!
Ζωή είναι θα περάσει!

17/3/18

Μάταιο εγνέφισμαν


Άνοιξε αργόσυρτα
Τα νυσταγμένα μάτια
Αντίκρισε το σκυλίσιο
Όλο λατρεία βλέμμα
Ο θόρυβος
Από την βαριεστημένη
Σκουντούφλα πόλη
Είχε έρθει για επίσκεψη
Το σπίτι ξύπναγε σιγά –σιγά
Η οικογένεια αγαπημένος κλοιός
Διαρκής μάχη
Εκατέρωθεν η γκρίνια
Η απογοήτευση
Ώρα να αυτοζευτεί τα χαλινάρια
Το αβάστακτο σαμάρι
Τις απαραίτητες παρωπίδες
Απροστάτευτη η πληγιασμένη ράχη
Σε κάθε είδους μαστιγώματα
Να κινήσει
Ο σκύλος κουνά χαρούμενος
Την παρδαλή ουρά του
Όαση στην βαλτομένη δίνη
Το τσιμπλιάρικο βλέμμα του
Λεπτή κλωστή
Ισορροπεί στην κώχη
της αβύσσου
again
to same schedule
παλιό ξεχαρβαλωμένο clock
οδυνηρά χτυπούν
τα ανιαρά second
το ασήκωτο πόδι
σκάει στο μικροαστικό χαλάκι
ζεστό το σώμα του πιστού pet
δίνει ώθηση να συνεχίσει
ακόμα μία τρομακτική μέρα
περιμένει
να μείνει εκεί
με το βλέμμα στυλωμένο
στον αγαπημένο σύντροφο
με την πατούσα φωλιασμένη
στο τρίχωμα που φυλλορροεί 






[1] εγνέφισμαν =ξύπνημα


5/3/18

Αναγέννηση


Ο σκληρός winter
Έκαψε τα τρυφερά
Φυλλαράκια της νεαρής
Ορτανσίας
Το λυπημένο τεφρό
Κατέκτησε το light green
Απέμειναν άνυδρα
ξερά κούφια
ολόγυμνα
τα δύστυχα κλωνάρια
αφέθηκε να θνήσκει
στην σιωπηλή βεράντα
αναχάπαρτα
δειλά δειλά
από τα στείρα κλαδιά
ξεπρόβαλε  σεμνά
απροσδόκητη
ολόφρεσκη
καινούργια ζωή
πράσινα χαμογελάκια
ανάσταση
η ναρκωμένη ψυχή
αφυπνίστηκε
χαιρέτησε τον
σκεπτικό ηλιάκο
όλα καλά
το χτυπημένο κορμί
νικηφόρο
από την πάλη με
τον άσπλαχνο Χάροντα
στολίζεται
για την ανέμελη άνοιξη