28/11/20

Hostages

 




Άνοιξα το παράθυρο

Ο ήλιος ζεστούλης

Άπλωσε τα στοργικά του

Χέρια να ζεστάνει

Την παγωμένη ψυχή

Έρημη η πόλη

Κουρασμένα και τα πουλάκια

Πολύ λίγα έχουν να πουν

Τα τροχοφόρα εξαφανίστηκαν

Ησυχία

Εγκλεισμός αναγκαστικός

Ο φόβος ύπουλος σιγανός

Διαχέεται

Και μια σπαρίλα

Καταλαμβάνει τα σώματα

Φοράς την μάσκα

Στους έρημους δρόμους

Like idiot

Άγχος να μην συναντήσεις

Τα ένστολα μηχανάκια

Παράνομοι

Χωρίς έγκλημα

Οι σελίδες του Κάφκα

Γεμίζουν την ζωή μας

Παλεύουν με τον Όργουελ

Πειραματόζωα

Σε τσιμεντένια κλουβιά

Hostages[1]

τα λύτρα our freedom

 

 



[1]Όμηροι

27/11/20

Κενοτάφιο

 





Άδειο το σπίτι

Αγκομαχά το παλιό ρολόι

Ξεχνά λεπτά

Συνεχίζει θαρραλέο

Τριγυρνά στα γεμάτα

με καλογυαλισμένα έπιπλα δωμάτια

Ο ήχος των βημάτων πνίγεται

στα απάτητα ωραία χαλιά

πάστρα

λαμποκοπά το νοικοκυρεμένο σπίτι

τακτοποιημένα τα κεντημένα

προικιά

αναμένουν ακόμα τον απρόσιτο νυμφίο

έτοιμη η λαμπάδα

πλήρης ελαίου

φωτίζει την σκοτεινή κάμαρα

ξενυχτά περιμένοντας

φρόνιμη

όλα όπως έπρεπε

σωστά

ο αέρας χτυπά αλύπητα

το μοναχικό δέντρο

στην αυλή

λυγίζει και αυτό

βογκά και ορθώνει πάλι

το βασανισμένο κορμό του

τα φύλλα του δεν αντέχουν

αποσπώνται βιαία

στροβιλίζονται χαμένοι δερβίσηδες

αφουγκράζεται τους πεθαμένους ήχους

της άκαρδης γειτονιάς

γεροντοκόριτσο

μοναχικό χειμωνιάτικο δεντρί

σε πυκνό άξενο δάσος

μπουκωμένο κάθε μικρούτσικο

αγγείο

με αβάσταχτη μοναξιά

πίκρα παράπονο

το είδωλο της στο θαμπό καθρέπτη

μονολογεί

άηχες αιχμηρές σαϊτιές

πλημμυρίζουν το νεκρό σύμπαν

My free pet

 





Αμέριμνη απαρατήρητη

H grasshopper

Τριγύρναγε στην φιλόξενη βεράντα

Κούρνιασε στη σίτα

Ακίνητη γαντζώθηκε

Χωρίς πηδήματα

Διόλου δεν μετακινήθηκε

Άφοβη

Συνέχισε τον ύπνο της

Τον διαλογισμό

Αφουγκράζονταν τα σήματα

Του προξενιού

Διερώτονταν αν έπρεπε

Να αφήσει την μοναχικότητα

Να αλλάξει χρώμα

Να ενταχθεί στην ομάδα

Να καλύψει τον ήλιο

Ή να μείνει εδώ

Να κάνει δαντέλες

Τα εύσαρκα φύλλα

Άραγε αρσενικό

Με απεγνωσμένους ήχους

Αναζητά το ταίρι του

Σπερματοφόρο να αποθέσει

Την ζωή που διαστέλλεται

Αλυχτά

Μέσα του 

Θηλυκό σε ώρα ωοτοκίας

Ψάχνει χώμα να αποθέσει

Τα αυγά του

Και έπειτα να γείρει

Σε ύπνο να παραδοθεί

Να σβήσει ανεπαίσθητα

Άγνωστο ασήμαντο

Σαν να μην έχει ζήσει

Ποιος ξέρει   

Την ζωή τα πηδήματα και τα έργα

Της ξεβαμμένης γουρλομάτας

26/11/20

ζελεία

 










έγραψες μια λέξη

θέλεις να την κάνεις ποίημα

ζελεία[1] jealousy

μελετάς αναρωτιέσαι

άγνωστο μέχρι τώρα

συναίσθημα

is this really

κάποτε κρυφό καμάρι

δεν σε άγγιζαν

τα βρώμικα γαμψά της νύχια

παραμόνευε αυτή

ακούραστη καρτερούσε

βρωμερή σκιά αθέατη

συνεργάτης με τον αδυσώπητο χρόνο

ανεπιθύμητοι και οι δύο

υπομονετικοί

πείσμονες

πολιορκούν

σίγουροι κατακτητές

στο τέλος θα διαβούνε

 



[1] ζελεία =ζήλια= jealousy

 

An another past



   

Πως το είπε ο Γκόγκολ ή Γκογκόλ

Θα τρόμαζε κανείς

Αν έβλεπε τον εαυτόν του γέρο

Δεν είναι μόνο το γέρασμα του σώματος

Το αιχμηρό υνί

Που χαρακώνει αλύπητα το σώμα

Το γάργαρο νερό που στερεύει

Γίνεται βούρκος

Αυλάκι που σχίζεται στεγνό

Κατάξερο

Αποκαλύπτονται τα αισχρά

αρρωστημένα σπλάχνα

είναι η μιζέρια που αναδύεται

εκ βαθέων ανίκητη

γλιστρά σαν χέλι

ξεφεύγει

οι θλιβερές σκέψεις

οι συγκρίσεις 

ζήλια αναρωτιέσαι

είναι δυνατόν

τα μύρια παράπονα

εκείνα που δεν ήρθαν  

και εκείνα που ήρθαν

βάρια σίδερα

πλακώνουν το στέρνο

κόβουν την ανάσα

που πήγε εκείνο

αναβλύζει αγάπη

πηγή που στέρεψε

εξαφανίστηκε αθόρυβα

ψάχνοντας απελπισμένα

ένα άλλο παρελθόν

 

 


12/11/20

Like Άρλεκιν

 




Kai έζησαν αυτοί καλά

Και εμείς

Με το όνειρο

Στο χέρι

Σελίδες πολλές

Γέμισαν

Με τους αθώους Αγνούς

Έρωτες

Εκείνη φτωχή πλην τιμία

Ωραία και καλή περήφανη

Εκείνος δε σκληρός

Δυνατός και αγαθός

Πέφτει στα γόνατα

Για την απρόσιτη

Αγαπημένη

Παρεξηγήσεις προκαταλήψεις

Τους χωρίζουν

Υπάρχει και κάποιος άλλος

Που καραδοκεί

Να κατακτήσει την σιωπηλή

Παγωμένη πριγκηπέσα

Ατσάλινη υπομένει

Ταλαντεύεται

Θωρεί τον άγαμο βίο που

Την περιμένει

Βάθια στα φυλλοκάρδια της

Κρύβει αγάπη ακριβή

Σεμνή και μυρωμένη

Σελίδες γεμίζουν

Ατελείωτες

Κάποτε ενδίδεις στο όνειρο

Υποκατάστατα της ζωής

Κάποτε λες πότε θα τελειώσει

Το ξέρεις το τέλος

Ζήσανε αυτοί καλά

Βαριέσαι και όμως συνεχίζεις

Μετράς τις σελίδες

Που απομένουν

At last o από μηχανής θεός

Ανίκητος από ψηλά

Έρχεται ρυθμίζει τα της σκηνής

Πέφτει αυτή θερμή αδύναμη

Λυμένα τα γόνατα τα μαλλιά

Μες στην τραχιά αρσενική αγκαλιά

Απίστευτη τρυφερότητα αναδύει

Όλες οι πίκρες 

Σβήνονται λιώνουν σαν κερί

Νεφέλη ευτυχίας τους οδηγεί

Παρέχει δια βίου προστασία

Κλείνεις το βιβλίο βιαστικά

Τελείωσε και αυτό το παραμύθι

 

 

4/11/20

Σιγή

 



Κούρνιασαν υποχρεωτικά

Στριμώχθηκαν

Τα τραπεζοκαθίσματα

Σε σκοτεινές αίθουσες

Σίγησαν τα πιατικά

Και τα γρήγορα σταθερά βήματα

Των γκαρσονιών

Χάθηκαν

Έρημες οι πλατείες

Οι καφετερίες

Τα φλύαρα καφενεία

Τα θέατρα τα σινεμά

Βυθίστηκαν στο σκότος

Υποχρεωτικοί εγκλεισμοί

Κλείσανε οι διέξοδοι

Υπάρχει βεβαίως η κραταιά tv

Σπέρνει νόμιμα σωστά τον φόβο

Την ανησυχία

Σανίδα σωτηρίας

Οι τοίχοι μεγαλώνουν

Γίνονται αδιαπέραστοι

Η μοναξιά η σύγχυση

Η τρέλα η θλίψη φουσκώνουν

Απλώνονται

Σιγή  

Ο ήλιος δειλός

Ξεπροβάλλει για να κρυφτεί

Γρήγορα στα βάρια σύννεφα

Η φτώχια η πείνα η ανέχεια

Προετοιμάζονται

Για πρωταγωνιστικούς ρόλους

Likely τα σπουργιτάκια

Συνεχίζουν απτόητα

Τα φλύαρα χαρούμενα κουβεντολόγια  

 

1/11/20

Κόφλος

 







Έβλεπε από ψηλά

την απέραντη

Τσιμεντένια μυρμηγκοφωλιά

Τόσοι άνθρωποι

Και αυτή πνιγμένη

Μέσα στην αρρώστια

Τα γηρατειά την μοναξιά

Ακλόνητοι πύργοι της Βαβέλ

Υψώνονται διαρκώς

Δεν υπάρχει κοινή γλώσσα

Κοχλάζει η ζωή μέσα της

Η επιθυμία να ζήσει να δουλέψει

Να αγαπήσει και να αγαπηθεί

Να δει και να ιδωθεί

Άγρια κραυγή αναχάπαρα[1]

Ξέφυγε από τα φυλλοκάρδια της

Μαινάδα χωρίς  τον εύθυμο θεό

Συντροφιά

Να ακουστεί στις παρυφές

του άσπλαχνου σύμπαντος

να το ταρακουνήσει

είμαι εδώ ζωντανή

να πνίξει Μήδεια τον αδυσώπητο χρόνο

αυτό το γερασμένο αιωνόβιο

μωρό με το σαρκαστικό του μειδίαμα

ρόδινες ελπίδες τα κυκλάμινα

στολίζουν το σοφό βουνό

αμίλητα σκυφτά πάντα

δέχονται την μοίρα τους

κοιτώντας την διψασμένη γη

θα τα δεχθεί

στον άνυδρο αδηφάγο κόφλο[2] της

 

 



[1] αναχάπαρα =απροόπτως, ξαφνικά

 

[2] κόφλος =στήθος, αγκαλιά