28/6/15

παγωνία




Με επισκέφτηκε πάλι
Η πιστή θλίψη
Διακριτική χωρίς
Να την αντιληφθώ
Στρογγυλοκάθισε
Άνετη
Δεν λέει να φύγει
Αισθητή η παρουσία της
Παντού
Αβέβαιο το μέλλον της χώρας
Ουρές σε όσα ΑΤΜ
Έχουν ακόμα κάτι
Τι θα γίνει
Σιγανή βροχή
Ψύχρανε και ο καιρός
Πρέπει να ληφθούν
Αποφάσεις
το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
κλείνουν οι τράπεζες
ο φόβος η αγωνία απλώνεται
στην ανίσχυρη πόλη
αδρανής

27/6/15

φωτο shop



Αγωνίζεται η όψιμη κόρη
Φορεί τα ομματογιάλια
Σοφή κουκουβάγια
Με προσοχή αφοσιωμένη
Ψυχή και σώματι
Στο υψηλό έργο της
Προσπαθεί με τα πενιχρά
Μέσα να σώσει τον κόσμο όλο
Εξέχει η αούτικη ρις
Τα πέλματα χήνας
Πάθος σφοδρό
Flies ψηλά εις τον γαλάζιο sky
Το πνεύμα υπερίσταται
Των κοινών
Οι μορφές σε φωτο shop
Αθώος σολιψισμός
Έσχατη αναλαμπή
Σαχταρού[1] without Αραράιδα[2]
Αχταρέβ[3] αποθαμένα σαχτάρια[4]



[1] Σαχταρού =η Σταχτοπούτα

[2] Αραράιδα = νεράιδα

[3] αχταρεύω = σκάβω, σκαλίζω

[4] σαχτάριν =στάχτη, τέφρα

per vilta



per vilta


Συμπτώσεις οίκου δήμου

Ώρα για το μεγάλο ναι
Ή το μεγάλο όχι
Εκ δεξιών και εξ ευωνύμων
Η αρετή και η κακία
Υποκρίτριες, διπρόσωπες, ανέντιμες
Και οι δύο
Πιπιλίζουν  παρασύρουν εκβιάζουν
Φοβίζουν
Ανέτοιμο το Ναι
Παραπαίον το Όχι
Εκθέτουν την ανώφελη
Κούφια πραμάτεια τους
Βαρκούλα κλυδωνίζεται
Οι φτερωτές Άρπυιες 
Δαίμονες αρπάζουν
Την γαλήνη
Τυφώνας λυσσομανά
Δεν υπάρχει ίσως
At last θα ειπωθεί
Το μεγάλο Ναι από δειλία
Το μεγάλο Όχι
che fece per vilta il gran rifiuto[1]




[1] Στίχος του Ντάντε, «ο οποίος έκανε από δειλία τη μεγάλη άρνηση

26/6/15

σαχταρένιο mood



Απλώθηκε η θλίψη
Πικρό όξινο liquid αθόρυβο
σε μαλακό paper
αγάλι αγάλι
εγλέθα[1]
Κατακτητής αδιαμφισβήτητος
Ψυχή σώμα
Υπέκυψαν
Στο  σαχταρένιο[2] mood
Απλώνεις φοβερή άβυσσο
Ανέφικτο όραμα
Σερεύω[3] τα κόρκια[4] μ΄
I will make a new soul
Δάκρυ δάκρυ θα σβηστεί
Η απαθής οπτασία σου
Και αυτή η μοχθηρή θλίψη
Exterminate
Χωρίς λύπη
Το γέλος[5] θα αναβλύσει
Από τα σαχτάρια[6]
Φωτιά θερμή χαρωπή
Οι σπίθες της τρελό χορό
Θα σύρουν



[1] εγλύζω = διαλύω

[2] σαχταρένος = ο φτιαγμένος από στάχτη

[3] σερεύω = μαζεύω

[4] κόρκιν =ράκος, κουρέλι

[5] γέλος = γέλιο

[6] σαχτάριν =στάχτη, τέφρα

ρολόγια



Άψογες ηθικές  κυρίες
Ισορροπημένες
Σύζυγοι, μητέρες, εργαζόμενες
Ελβετικά καλοκουρδισμένα ρολόγια
Αντέχουν στο χρόνο
Οι ίδιες διαδρομές
Ατέρμονες πανομοιότυπες περιστροφές
Τακτά ισορροπημένα γεύματα
Ακούραστη ηλεκτρική κουζίνα
Πλυντήρια
Ατσαλάκωτο σιδέρωμα
Πιστές στα συζυγικά καθήκοντα
Αφιλοκερδείς μητέρες
Χαλάρυμαν [1]
Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα
και κυρά
βεβαίως καλοπληρωμένοι υπάλληλοι
καταξιωμένες
τα προλαβαίνουν όλα
παράδουλος
κυλά ο χρόνος
ομοιόμορφη σκοτεινή
γραμμή
γερά υποβαστούν
υποβαστάζονται
από το σύστημα
ακλόνητο
αδιάφορο
συνεχίζει


[1] χαλάρυμαν = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων

23/6/15

μαριονέτα



O τελευταίος ασπασμός
Ή πειρασμός
Να ενδώσω
Να αφεθώ
Ισχυρό μαγνητικό πεδίο
Εστίαση
Στο μάταιο εμμονικό σημείο
Οι καιροί ου μενετοί
Αλλά πάντα ελπίζω
Ανωφέλητα
Όλο το κορμί Αχίλλειος πτέρνα
Αιμορραγούσες ανοικτές πληγές
Ρόδινα μικρά αγκαθάκια
Σπαρμένα παντού
Αδύναμη μαριονέτα
Ανεπαίσθητος χειρισμός
Έρμαια
There ‘s no cure

22/6/15

Ο Όνειρος




Θέλω να γύρω
Στο απρόσιτο σώμα σου
Κλειστά τα μάτια
Να χαθώ στην απρόσμενη ευτυχία
Αμίλητοι, ασάλευτοι,
Να μιλήσουν τα έρμα σώματα
Να ξαποστάξουν
Οι καταδιωγμένες ψυχές
Προστατευτικό
Εύθραυστο κουκούλι
Σωτήριος ο ύπνος
Να ξεκουράσει τα βλέφαρα
Έξοδος σε γαλήνια μονοπάτια
Ο Όνειρος γλυκά να τραγουδήσει
Λυτρωτική σιωπή
Να απλωθεί
Ζέφυρος οι απαλές εκπνοές
Λικνίζονται
Εκεί μακριά
Στα απάτητα του Ονείρου
μονοπάτια

20/6/15

μινυρίζω



Πέρασα όλο το πρωινό
Περιμένοντας
Βουβή η φλύαρη μέρα
Έμεινα στο κρεβάτι ακούγοντας
τα χαρούμενα πουλιά
ακατάπαυστα τιτιβίζουν
τι βρίσκουν και λένε
μήπως μου μιλάς και εσύ
και δεν καταλαβαίνω
χάθηκες
φτερουγίσουν οι σκέψεις
στο μισοσκόταδο
Wake up
Είναι ωραία η σκατοζωή
Never mind
Που σιωπάς
Που με έχεις όταν θέλεις
I will do my housework
I go out for shopping
My friends are waiting
Θα πάω
Μύρια ωραία
Πεκλέβνε[1], έξω-μερέαν[2]
Don t σπουταλείς[3]  your life
μινυρίζοντας[4]




[1] πεκλεεύω = περιμένω

[2] έξω-μερέαν = προς τα έξω
[3] σπουταλώ =τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα

[4] μινυρίζω· τραγουδώ χαμηλόφωνα· θρηνώ με ήσυχη και σιγανή φωνή· τραγουδώ με παραπονετικό τρόπο· σιγοψιθυρίζω (υποτονθορίζω) μια μελωδία.

κουσκαντζαρία



Κακιά κουσκαντζαρία[1]
Μισαλλόδοξη γραία
Αναίτια με έδεσε
Με μάγια
χειροπόδαρα
Πίσω από το καταστροφικό
Άρμα σου
Τώρα με παρακολουθεί
Χαίρεται το επιθυμητό αποτέλεσμα
Σέρνομαι σε τραχύ
Μονοπάτι
Ζωύφιο παγιδευμένο
Με τεράστιο σκοτεινό μπουκάλι
Αλυχτά παλεύει να ξεφύγει
Μάταιος ο κόπος
Να δραπετεύσω
Από την ανόητη φυλακή
Αρνητικός διαλογισμός
Στραμμένος ο νους
Στο μεγάλο Artiste
Κυριαρχεί στη σκηνή
Χαμένη στα ζοφερά παρασκήνια
I am watching
What can I do?




[1] κουσκαντζαρία =ζηλότυπη, φθονερή

Εγωϊκή θέση ισορροπίας



Καθηλωμένοι στο μικροπεριβάλλον
Αποκλεισμένο το υπόλοιπο σύμπαν
Τέλεια μόνωση
Focus στα άμεσα
Καλά και συμφέροντα
Φιλτραρισμένοι αδρανείς ήχοι
Χαδεύουν τα κοιμισμένα ώτα
Με αρωματισμένο ιδρώτα
Ένεκα του χαλασμένου
Προσωρινά κλιματισμού
Κερδίζεται ο άρτος ο επιούσιος
Plus ο πλεονάζων
Κατοικούντες σε στείρο κουτί
Στιγμιαία παροδικά οράματα
Φτώχιας προσφυγιάς ανεργίας
Ορθώς απωθούνται
Το παλιρροϊκό κύμα
Πλήττει υποανάπτυκτες τροπικές
Οκνιάρικες[1] χώρες
Γεμάτες οι μέρες   
ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε
οὐ δύναμαι ἐλθεῖν
humiliation
σημεία και τέρατα
βροντά  αστράφτει
κάπου μακριά
ασάλευτη ακλόνητη
αμείλικτη
η καθημερινότητα
ως ο Χάροντας
συνεχίζει εμμονικά
τις θλιβερές σταθερές
ταλαντώσεις
γύρω από την εγωϊκή
θέση ισορροπίας
 



[1]    οκνιάρικα = τεμπέλικα


17/6/15

Γητεμένο τυράκι



Έριξες το μουχλιασμένο
Γητεμένο τυράκι σου
Και εγώ βουλεμικά
το έχαψα
ψίχουλα τα δέχτηκα με
χαρά
κουτάβι εγκαταλελειμμένο
τυφλωμένο
σταγόνες δροσιάς
σε διάπυρη έρημο
ας είναι
κυλά ο κόσμος
σε δρόμους που στρώνουν
οι αφελείς ψυχές
δεν θέλω να αποδεχτώ
ιδιοτέλεια
η σκληρή λογική
σφυροκοπά αλύπητα
η σαβούρα ψυχή
λαρώνει στις αισχρές πληγές
ανακουφίζει
δίνει το νόημα που επιθυμεί
τούβλα γερά στηρίγματα
κτίζουμε 
την αποτρόπαια ακλόνητη κοινωνία

εσπλαγχνίσθη




Χαίρεται ο αγαθός πατέρας
Γύρισε από ανάγκη ο άσωτος υιός
Αδιαφόρησε για όλα
Χάθηκε σε ξένες πολιτείες
Όταν έπιασε πάτο
Θυμήθηκε σπίτι και οικογένεια
Περίμενε στο ξάγναντο
την επιστροφή
...εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν
επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν
σβήστηκαν όλα
ανοιχτή αγκαλιά
να δεχθεί το απολωλός πρόβατο
σαν αγγελούδι
αθώο
τίποτα δεν μετρά
μόνο ο γυρισμός
του αγαπητού
σβήνεται
το παρελθόν
οι ατιμίες
η σκληρότητα
η αδιαφορία
αρκεί η προσφιλής παρουσία
δίδεται απλόχερα
ότι έχει απομείνει
ζωή αντ΄ αυτού
ζωή μέσω αυτού

16/6/15

Ανωφέλευτη revenge



 













Ανωφέλευτη revenge
Τρομερή νοητή revenge
Μαινάδα
Τυφλωμένη από
Τον πόνο
Υποχείριο
Manipulation
Σιωπηλό ουρλιαχτό
Σχίζει τα σπλάχνα
Αναβρύζει το θειώδες
Οξύ
Μήδεια χωρίς τέκνα
Θα πνίξει
ότι επιθυμεί
τα χέρια που θέλουν
να λαλαχεύσουν [1]
concern
φονικά όπλα
μπούμερανκ
αφανίζεται ο θύτης –θύμα
wreck
το θύμα –θύτης
επιπλέει once more
ξαφνιασμένο
δια ολίγο
και ξανά προς τη δόξα τραβά
πικρή ψυχρή ανωφέλευτη[2]
εκδίκηση
σαθρό άρμα
οι φτερωτοί δράκοι
βρυχώνται
πυρωμένη ανάσα
τέφρα η ατυχής Μήδεια
ashes to ashes and dust to dust




[1] λαλαχεύω = θωπεύω, χαϊδεύω
[2] ανωφέλευτα = ματαίως, ασκόπως
 


πουγαλία



πουγαλία[1]
Σκληρό το καλοκαίρι
Σκόρπισε αφανισμό
Στη επιφανειακή πανίδα
Η μορφή του θανάτου απλώθηκε
Απλόχερα
Κείτονται νεκρά κιτρινισμένα
Ξερά τραχιά
Η εικόνα των σκορπισμένων σπόρων
Της αναγέννησης
Σβησμένη
Τα απόβλητα των κατοικίδιων
Κοτρόνες του κοντορεβιθούλη
Δείχνουν τον δρόμο της αποφυγής
Το βλέμμα στραμμένο κάτω
Να μην γίνεις αποδοχέας
Πεταμένα προφυλακτικά
Χάρτινα ποτήρια
Κάθε είδους ροφημάτων
Σκουπίδια
Ο δρόμος προς τα πάνω
Δημόσια WC
Χαρτιά
Που να καταφύγουν
Παρέξ στη φιλόξενη αμίλητη φύση
Λιγοστό το οξυγόνο
Το αεράκι απόκαμε
Σιωπηλό
Υγρασία και ζέστη
Ασυμφωνία με το περιβάλλον
Ξένο  άσχημο αφιλόξενο
Γερασμένο
Ένα motorbike αδιάκοπα
Αντιπαθητικά
Κόβει βόλτες
Αντηχεί παντού
Στην ησυχία της ερημιάς
Τρελαίνει τους ακουστικούς πόρους
Στέλνονται μηνύματα
Θα ξυπνήσεις τους υποχθόνιους
και υπέργειους αποθαμένους
ο Thymus atticus
άνθισε
οι μέλισσες τουλάχιστον
δείχνουν ευτυχισμένες
οι φώτο θολές και αυτές
τέφρινο στεγνό δείλι





[1] ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια

14/6/15

Χαμένη selfie



Θαμπό το φως
Γαλήνιο ράθυμο πρωινό
Το είδωλο  φαντάζει
Νεανικό
Όμορφες στρογγυλάδες
Το δέρμα λείο
statue
παραλογή Αφροδίτη της Μήλου
μακριά εδέβαν
οι  ευρυαγγείες κ τ λ
σημάδια ιδοκτησίας
του Χρόνου
Αίσθηση βελούδο
ξεκούραστο το σώμα
Γλυκό ταπεινό φως
προβληματική όραση
κάλλιστη αντανάκλαση
γλυκοκοιμέθε ο κανάλιν[1]
όλα καλά
ευοίωνα prosperous
φλύαρα ακούραστα
τα πετεινά του ουρανού
άφαντα και τα κάθε
είδους αθόρυβα
διακριτικά αρθρόποδα
αθώρητη μοναχική
αφανής οπτασία
χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα,
ή ένα πρωί της φεγγερό
χωρίς να αξιωθεί μια selfie  
  


[1] κανάλιν = άνεμος που όταν πνέει ρυτιδώνει την θάλασσα

13/6/15

Heartless teenager



 Many years ago
Heartless teenager
Κι θυμούμαι
Για πιο λόγο
Θριάμβευσα
Βγάζοντας γλώσσα
Στην αγαθή ήσυχη κυρία
Καλό σκατόπαιδο
Δεν είχε διέξοδο
Γνωρίζοντας την ευτελή μου δύναμη
Αθώοι στυγεροί έφηβοι!
Πύρρειος νίκη
Αγκάθι στη σκέψη μετανοίας
Έσβησε η λήθη
Τόνους επιθυμητούς ανεπιθύμητους
Αυτό το πήρε υπό την προστασία της
Η μνημοσύνη  
Κάπου χωρίς πόνο
Πολλές φορές θέλησα να
Επανορθώσω  μια πράξη
Κομπασμού εγωισμού
Που θυμόμουν μόνο εγώ
Πλεγμένη στα καθημερινά
Ήρθε ο καιρός
Συνάντηση
Κατάκοιτη
Χαμένη στην άνοια
Χαμένη συγνώμη
Ανώφελη επανόρθωση
Μια λύπη για το χαμένο βλέμμα
Το βλέμμα που προσπαθεί
Συμπόνια αγάπη
Χαμένες μοναχικές μορφές
Της παιδικής ηλικίας

Στηρίγματα



Ας μην σκεφτούμε τα facts
Την Αλήθεια
Ας τα ερμηνεύσουμε
Όπως θέλουμε
Ας πλέξουμε και μια όμορφη
Ιστορία
Ας αρκεστούμε
Στο ηλεκτρονικό υποτυπώδες καντηλάκι
Να φωτίσει και να ζεστάνει
Τις εύκαιρες[1] ημέρες μας
Όσο διαρκέσει η μεταχειρισμένη μπαταρία
Ο ζεστός φωτεινός ήλιος
Χάθηκε
Ακολούθησε την προκαθορισμένη
Πορεία του
Μάταιες προσπάθειες
Ακούγοντας Clash
Lost in the super market
Χαμένο το μερίδιο της ζωής
Ας αλλάξει το θυμικό
Θα παραμείνουμε προφανώς
πτωχοί τω πνεύματι
Στηρίγματα στις ζωές των άλλων


[1] εύκαιρος = άδειος, κενός, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος


12/6/15

ευκαιροσκοτούμαι




Άπλωσα το χαλάκι της κουζίνας
Στα κάγκελα
Περιμένοντας να βρέξει
Οικολογική  οικονομική
Πρόπλυση
Ασταθής ο καιρός
Άρχισε να μου μοιάζει
δεν λέει να αποφασίσει
χειμωγκόν ή καλοκαίρτς
σκόνη νέφη
αιωρούμενα στερεά
καίγονται τα ανακυκλώσιμα
και οι καρδιές μας
αναποφάσιστα τα σύννεφα
παρέμειναν στον ουρανό
τεμπέλικα
δεν καθάρισαν την φύση
φοβήθηκαν και αυτά τις αλλαγές
έκανε μια βόλτα ο ήλιος
παρέμεινε το λερό χαλί
να κρέμεται αδιάντροπα
στα κάγκελα
ατελείωτες housework
ευκαιροσκοτούμαι[1]



[1] ευκαιροσκοτούμαι = κουράζομαι άνευ αποχρώντος λόγου

11/6/15

Γνώριμη αγνωσία



Σας γνωρίζω όλες
Είσαστε άγνωστες
Διαπέρασε ο λόγος
Παράλογος συνώνυμος αληθινός
Αναμνήσεις από το παρελθόν
Εισβάλαμε ξαφνικά
Στο κόσμο της άνοιας
Γνωστές παρελθοντικές
Ανεγνώριμες familiar μορφές
Ποιος γνωρίζει τον άλλο
Ποιος γνωρίζει τον εαυτό του
Μάσκα πάνω σε μάσκες
Σοβάδες πάνω σε σοβάδες
Αδιαπέραστα τείχη
θαμμένο από όλους
Το εσώτερο 
Ασυνείδητη σύγχυση
Συνυφασμένο το αληθινό
Με το επιθυμητό
Υπερπροστατευτικό
Το αθέατο εγώ
Φαντάζεται δημιουργεί
Πιστεύει
Μοναχικές συντροφικές φιγούρες
Σέρνουν το θλιβερό άγνωστο εγώ
Δια ολιγόπον[1]  
Αντάμα κάπως γνώριμες
Χαρούμενη νοσταλγική
Θερμή επίσκεψη
Αλλομίαν εις την αγνωσία


[1] λίγη ώρα