29/6/16

περίλυψη



Ήρθε πάλι αυτή
Η παραλυτική θλίψη
Δηλητήριο
Εξοντώνει το σώμα
Βαρύ και ασήκωτο
ψυχή βαρύθυμη
Βαρυγκωμούσα
Αισθήματα γελοία
Ιδιότυπες γραφικές συμπεριφορές  
Επιθυμία για αποχώρηση
Λούφασμα σε μοναχική γωνιά
Πικρίλα απλώνεται
Ερείπια μαύρα
Low self confidence
Are –you depressed?
Yes, I am.
I want μια μεγάλη γομολάστιχα
Το διορθωτικό καλύπτει
And  I don’t like its smell
Δυνατά να φύγει
Να σβηστεί το past
Το ανεξίτηλο μελάνι
Huge leak
Να διαφύγει το μέλανα
Θυμικό 

Η ανώφελη επιθυμία
Κι αυτή η ακυβέρνητη χαρά
αφόρητο πόνο κουβαλά
τι λύπη για αυτήν
Αλαφροΐσκιωτη ψυχή
Στο όνειρο φυλακισμένη
Επέρε με η περίλυψη[1]





[1] περίλυψη = λύπη


28/6/16

καλορριζικία





εμολητέφτε[1] το ακούραστο σαράκι
η συνεχής βασανιστική παρουσία
έσβησε ανεπαίσθητα
ο νους τα σπλάγχνα
που σφάδαζαν
cured  
γαλήνια η ψυχή
αναπαύτηκε
ξαπόστασε
ο κόσμος μια δροσερή
φιλόξενη όαση
ο ζόφος αποχώρισε
εγουταρεύτηκα[2] εθάρεσα[3]
pass away
ευχάριστος ο καυτός ήλιος
η θάλασσα νάμα
ο πόνος διαλύθηκε
στα κρυστάλλινα νερά
ζωή καλοσυνάτη
άνετη θαλπωρή
flourish τα θυμαροειδή
τα σπάρτα, οι ασπάλαθοι
άφθονα, πλούσια
στολίζουν την ξερή φύση
καντζιμίτρες[4] οργιάζουν
multicultural
κάθε είδος
I am free!
γλυκογελώ
όλα καλά
η ανέλπιστη καλορριζικία[5]
is here

 















SOS
Ήρθε ο άναρχος Βάκχος
Ανέμελος, άφροντις
Πρόσφερε λίγη χαρά
Ξενοιασιά 
Έφερε την αχειροποίητη εικόνα σου
Σιωπηλή όπως πάντα
Κραταιά
Έρχεσαι πάλι απρόσκλητος
Χαμογελώ στην σκέψη σου
I wish desperately you were here
Come on my dear
I want you αβάσταχτα
Απλώνω το αβαρές άκρο
Είσαι εδώ
Unscathed
Παντοδύναμη διεισδυτική
Αιθυλική αλκοόλη
Απελευθερωτικό spirit
Διαχέεται διαχωρίζεται
Ο νους
My body αποδαβαίνει[6]
Διαστέλλεται
Be φιλεύσπλαχνος
I am sick ίασαί με
Ταραγμένη η ψυχή μου
Ο κλαυθμός μου σωπαίνει
τα χαρούμενα πουλιά
Η θλίψη μου πλατύνεται
Χάνομαι σε ατελείωτη δίνη
Παρασέρνομαι
Εκπέμπω ανώφελο SOS








[1] μολητεύω =αποκρύπτω, εξαφανίζω, εξαφανίζομαι

[2] γουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω

[3] θαρώ =νομίζω

[4] καντζιμίτρα = έντομο

[5] καλορριζικία = ευδαιμονία, ευτυχία


[6] αποδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι


23/6/16

αζωία





Εισακούσθηκαν οι ικεσίες
Οι συνηθισμένες γεροντοκορίστικες
ευχές
Το δώρο έφτασε προ των πυλών
Απτό αληθινό
Το γενικό ασαφές όνειρο
It s  fact
Αρκεί ένα μικρό βήμα
Κλωθογυρίζει
Στην άβουλη ψυχή
Δειλή τρομαγμένη
Ορίζει επιτροπές
Να λάβουν σοβαρές
Αποφάσεις
Το ζήτημα μετατίθεται
Στις βολικές καλένδες
Η περιβόητη freedom
Λουφάζει
Περιμένοντας τον απομηχανή θεό
Να δώσει την σωτήρια λύση
Ένα κλειδί  μαγικό
να ανοίξει τις σκουριασμένες
κλειδαριές της κραταιάς
καθημερινότητας
οι καιροί ου μενετοί
γνέψω[1]
You are one more time late
Escape from αζωία[2]



[1] γνεφίζω = ξυπνώ, ξεμεθώ
αζωία = μη έχων ζωή

[2]

17/6/16

Αιχμαλωσία



 












Αιχμαλωσία
Άβουλες ανίσχυρες πατούσες
Έβγαλαν  γερές ρίζες
Απλώθηκαν
Αιχμάλωτο το σώμα
Κρατείται
Στηλίτης στην αχειροποίητη εικόνα
Άκαρπες προσπάθειες
Λερναία Ύδρα
Το ανεπιθύμητο ρίζωμα
Στάσιμο θαλερό
Ανέλπιδη αναμονή
Απροστάτευτο
Γυμνό στις τέσσερις
Εποχές
Φόρεσαν το ανελέητο πρόσωπο
Βροχές άνεμοι λιοπύρι
Ραβδίζουν
Επανέρχονται 

Τα μυρωδάτα άνθη
Οι γλυκείς καρποί
Το κίτρινο του μεθοπώριου[1]
Η παγωνιά του winter 
Αναμένοντας
I must go on
Ι m living for you
I m looking for you
I m waiting for a long long time
πλημμυρισμένοι  νεγκασία[2] οι οφθαλμοί
κρυφοτερούν[3]
την εύκαιρη[4] στράτα
the sound of silence
ξεκουφαίνει
  


[1] μεθοπώριν =φθινόπωρο

[2] νεγκασία = κούραση
[3] κρυφοτέρεμαν = κρυφοκοιτάζω
[4] εύκαιρος =άδειος, κενός, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος

11/6/16

Ψυχή ζώσα






Που είσαι αγαπημένε μου!
Έγειρα σε πυθμένα
Απύθμενης μαύρης τρύπας
Αγνοημένη
Πόσο μαύρο είναι το σκοτάδι
Απτό βαρύ
Ταφόπλακα στο ασθμαίνον στήθος





Ήλιε μου
Που χάθηκες
Κρυάδα της μοναξιάς
Με περιβάλλει
Λιγοστεύει ο αέρας
Δίνη θλίψης
Με περιστρέφει
Εύπλαστο ανδρείκελο
Αδύναμο



 





Χωμάτινο ειδώλιο
Ενεφύσησε  πνοή
Άσμα ψυχής ζώσας

6/6/16

μέμηνεν




Αχ, 
στις ώριμες παραδομένες παρειές  
ασύστολα εννυχεύεις
Φθονερέ παιχνιδιάρη έρωτα
Ταράσσεις τις ήδη ταραγμένες φρένες
Έμπαίζεις ατάραχος
Την όψιμη ψυχή
Γερασμένη έφηβη
Λαβωμένη από τα ανίκητα βέλη σου
Γλυκό ανίκητο δηλητήριο
Κυλά μόνιμη εγκατάσταση
Στην μικρή και μεγάλη
Κυκλοφορία
Σε κάθε κύτταρο
Κανόνες καταλύονται
Αθόρυβη πνοή
Αδύναμης αύρας
Τυφώνας παρασύρει
Διαλύει το νου
Το βαρύ  σώμα
Χαρούμενη άμυαλη
εύθραυστη πεταλούδα
Πετά προς το φονικό φως
Θραύσματα παρασύρονται
Αλλόφρονα καλπάζουν
Madness
Μαινάδα
Μανιασμένη θάλασσα
Εκσφενδονίζει
Το άβουλο σώμα
Στα αιχμηρά βράχια
Της αδιαφορίας

Άκαρποι προβληματισμοί





Δοκιμάζεται ο ανθρωπισμός
Πλήθος μικροπωλητών
Ή καλυμμένων ζητιάνων
Εισέρχονται στις
Ασταθής ζωές
Κάθε ένας μία συγκινητική ιστορία
Ερασιτέχνες ψυχολόγοι
Μαντεύουν
Τους ευσυγκίνητους
Επιμένουν
Να φάω
άνεργος
Τα παιδιά μου νηστικά
Η μασκαρεμένη πικρή δόση
Ταράσσονται οι part time
Ξένοιαστες συντροφιές
Έντονοι προβληματισμοί
Απόγονος του Τζιριτόκωστα
Από τα Κράβαρα
Όλιβερ Τουίστ
Όλη η λογοτεχνία
Μάχεται
Η θρησκεία
Ζητείται και δοθήσεται
Γυμνός και πένης
Τα ψιχία της χήρας
Ο ανθρωπισμός
Η εκμετάλλευση των αγαθών 
Τροφοδοτώ την οκνηρία
Συνηθίζουν στην επαιτεία
Έχει πραγματική ανάγκη
Πόσα πρέπει να δώσω
Σε ποιον
Γράφει στο κούτελο μου
Θα ενδώσει
Γιατί δεν πάει στον άλλο
Τον βλοσυρό
Ένα καφέ βγήκα να πιω
Να ξεχαστώ
Έρχεται και εδώ
όλη η θλίψη της κοινωνίας
να με βρει
ποιος θα επικρατήσει
χαζός υποκύπτει
σκληρός αδιάφορος
αμήχανοι
απλανές το βλέμμα
αόρατοι να ακολουθήσουμε
να μάθουμε την πραγματική ζωή
του πονηρού ζητιάνου
αλληλεγγύη αυθόρμητη
Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου
επιστρέφουμε στις σημαντικές
συζητήσεις
ξετυλίγουμε τους ημέτερους
πόνους και καημούς
αραέβοντας την πρέπουσα
σωστή αξιοπρεπή συμπεριφορά
ες αύριον τα σπουδαία


5/6/16

Έφρονα Σαββατοκέρακα





Αυξήθηκε το ΦΠΑ
Άμεσοι έμμεσοι φόροι
Τρόμος για το δυσοίωνο μέλλον
Σαββατοκέρακα[1]
Ξεχύθηκε ο κόσμος
Στις θλιβερές πλατείες
Ζωντάνεψαν
Όψιμες κυρίες
Καλλωπισμένες λάμπουν
Στο φως
Τα νιάτα ασυγκράτητα
Τετερίζουν ασταμάτητα
Τα εφηβικά εύπλαστα κορμιά
Αναταράσσονται
Χίμαιρες αθώα παιδιά
Υποχθόνια θηλυκά
Παλεύουν στα άγρια κύματα
Της κοινωνίας
Βυθίζονται επιπλέουν
χάνονται 
Αναζητώντας το ακαθόριστο
Το αεράκι παρέσυρε
τα προστατευτικά ενδύματα
αναδύονται τα untouchable
κορμιά
ταμπού εικόνες
καρφώνουν
τα ανίσχυρα αρσενικά
επαναφέρουν στην τάξη
τους  παρασυρμένους οφθαλμούς
οικογένειες στρώνονται στα
πεζοδρομιακά σουβλατζίδικα
αγχωμένοι γονείς
καιροφυλαχτούν
τους μοναδικούς πρίγκιπες –σες
η ψυχή της ψυχής τους
Σάββατο βράδυ
Έβαλε η μοναχία
Το κοινωνικό της προσωπείο
Περιθωριοποιείται για λίγο
η πίκρα στην εύθυμη αχολογή.
Περιπλάνηση
Στη αγαπημένη σαλαγή
Του άξενου καλογέλαστου πλήθους


[1] Σαββατοκέρακα = μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής

3/6/16

Μοναχική Oasis

















Ευλογημένα δέντρα
Ελιές, συκιές, μουσμουλιά
Λεμονιά
Πικρόκιτρα
Κρύβουν  το παλιό σπιτάκι
Επιβίωση
Οριζόντιο χαμηλό
Παλιομοδίτικο καταφύγιο
Αντιδρά στα πελώρια
Σύγχρονα κάθετα κάστρα
Μικρή πράσινη  Όαση
στον τσιμεντένιο δρόμο
τύχη
στο αγχωμένο άστυ
ρανίδα χλωρίδας
καταφύγιο των φλύαρων
στρουθίων
ασταμάτητα αγορεύουν
λίγες ώρες σιωπής
αναλύουν μετά
τα πάθη και τους καημούς
όλου του κόσμου
αφούκρεμαν
αμέτοχη στις κουβέντες τους
τακτικοί επισκέπτες
ταράσσουν τις στωικές γλάστρες
καταφεύγουν στα ταπεινά κλαδάκια
χαζολογούν, ονειρεύονται
ακέφαλη ορχήστρα
κάποια πονηρή ακρίδα
κεντά τα τρυφερά φύλλα
πολυπληθές
μικρό σωτήριο οικοσύστημα
μουσκαραρία[1], υπομονετική
πολυπολιτισμική η oasis
 





[1] μουσκαραρία= φιλόστοργη, στοργική

2/6/16

θελέσα





Συνείδηση η γνώμη των άλλων

Αναζητώντας το νόημα
Της αισχρής ζήσης
Φορτωμένης με πλήθος
Πρέπει, ανεξόφλητες πληρωμές
Υποτελείς σατραπίσκοι
Ασταθή στηρίγματα
Θρησκεία, κόμματα, οικογένεια
Εργασία, διαλογισμός
Γυμνή λερή η ζωή
Χλευάζει
Κακοφτιασιδωμένη γραία
Ιερόδουλη
Συνεχίζει τη σωτήρια  
Αμαρτωλή λυπημένη
υποτιμημένη εργασία
γρανάζια ανεπιθύμητης μηχανής
θεληματικά αθέλητα
προβληματισμένοι λιπαντές
με ζέση καθημερινά
επαναλαμβανόμενες
μονότονες κινήσεις
ορθάνοιχτα τα μάτια
του έρωτα αντικαθρεφτίζει
το επιθυμητό
ανασκευάζει την πενιχρά εικόνα
αρεστά χρώματα  προβάλουν
σωτήρια μαζοχιστική ελπιδούλα
αποτυχημένος στάσιμος
κυκλικός χορός
id εγώ υπερεγώ
άγνωστοι μεταξύ ομοιοπαθών αγνώστων
ξεναλαεύκομαι[1]
αόρατα άρρηκτα δεσμά
αδύναμα νύχια
αγώνας απόδρασης
από τη ζωτική φυλακή 

θελέσα[2]


[1] ξεναλαεύκομαι =θεωρώ τον εαυτό μου ξένο, συστέλλομαι, δειλιώ

[2] θελέσα = εκουσίως, ματαίως