Βάια βάια το βαϊ,
τρώμε οψάρα και χαμψίν
και τ’ απάν την Κερεκήν
τρώμε βούτορον, τυρίν
ομύρισαν
τα χαψία[1]
αλευρωμένα
τηγανητά
σκόρπισε
η μύρα
στην
μικροαστική άοσμη γειτονία
αναδύθηκαν
απροσκάλεστες
oi πονηρές πολύ μακρινές
memories
αροθυμία
Cozy feelings
home
σαραντάημερα
αγωνιζόμενης
νικημένης νηστείας
χαψία
μικρά
φθηνά
θαλπερά
άτομα
γυαλιστερά
μοναχικά
ατίθασα
γλιστράνε προς την ελευθερία
αιχμάλωτα
τσιτσίριζαν στο καυτό λάδι
σώπασαν
μετατροπή
μάζα
τραγανή
ομογενής
χρυσομπράουνη
καλοφάγωτη
παιδικές
αναμνήσεις
γεμάτες
απατηλές προσδοκίες
γεμίζει
η καρδιά
από
έθρυπτες άπιαστες
παλιές
ξεθωριασμένες εικόνες
χάνονται
σβήνονται
οσμές
επιθυμίες προσδοκίες
διαλύονται
στην
ανεπιθύμητη αφρικανική σκόνη
[1] χαψία, τα: ψάρια μικρά, γαύρος < (τουρ) hamsi.