28/4/24

χαψί






Βάια βάια το βαϊ,
τρώμε οψάρα και χαμψίν
και τ’ απάν την Κερεκήν
τρώμε βούτορον, τυρίν

 




ομύρισαν τα χαψία[1]

αλευρωμένα τηγανητά

σκόρπισε η μύρα

στην μικροαστική άοσμη  γειτονία

αναδύθηκαν απροσκάλεστες  

oi πονηρές πολύ μακρινές

memories

αροθυμία 

Cozy feelings

home





σαραντάημερα

αγωνιζόμενης νικημένης νηστείας

χαψία

μικρά φθηνά

θαλπερά

άτομα

γυαλιστερά μοναχικά

ατίθασα

γλιστράνε  προς την ελευθερία

αιχμάλωτα



τσιτσίριζαν  στο καυτό λάδι

σώπασαν

μετατροπή

μάζα τραγανή

ομογενής

χρυσομπράουνη  

καλοφάγωτη



παιδικές αναμνήσεις

γεμάτες απατηλές προσδοκίες

γεμίζει η καρδιά

από έθρυπτες άπιαστες

παλιές ξεθωριασμένες εικόνες

χάνονται σβήνονται

οσμές επιθυμίες προσδοκίες

διαλύονται

στην ανεπιθύμητη αφρικανική σκόνη



 



[1] χαψία, τα: ψάρια μικρά, γαύρος < (τουρ) hamsi. 

21/4/24

εγκαρτέρηση



συνάντησε τον άσπλαχνο  Άρχοντα

τον πικροχάροντα

με το κοφτερό δρεπάνι

ψυχρό ανελέητο άκαρδο

του έστειλε το μήνυμα

ότι τον καρτερεί

ήξεις αφίξεις του ψιθύρισε

ήρθαν οι  προπομποί του

η άθλια αρρώστια  



ίσως σε επισκεφτώ λίαν συντόμως

μπορεί και να σε αφήσω

φιλοπόλεμος Αττίλας

εσύ η επιστήμη και εγώ

η μάχη θα έχει ενδιαφέρον

σκληρή επώδυνη

μέχρι εσχάτων

παλεύει το σώμα

έρμαιο



μία μία εγκαταλείπουν

οι ντροπές

οι δυνάμεις λυγίζουν

αγγελοκρούονται

πέφτουν παραδίδονται

ζωντανεύουν

στητές γενναίες

θάρρος ελπίδες

αναζωπυρώνονται

ηρωικοί φοίνικες

ξεπροβάλλουν από

τις καμένες σάρκες



η θλίψη κρύβεται

βαθιά στις υγρές κόρες

κάθε μέρα μια αιματηρή νίκη

ο ήλιος ξεπροβάλλει

από τα πυκνά σύννεφα

μια καινούργια μέρα

χαμογελά

εγκαρτερέσου



  

illusion

 illusion [1]



νοστάλγησε το άπιστο φευγαλέο κορμί

την αρσενική ευωδιά του

καυτού ίδρωτα

το συνηθισμένο αντρικό σώμα

το τριχωτό στέρνο

τα δάχτυλα όργωναν

τις ατίθασες σκληρές τρίχες



τους ακανόνιστους άναρθρους ήχους

την ψευδαίσθηση της ευδαιμονίας

την απτή απατηλή  κορύφωση

τις άναρχες μπερδεμένες εικόνες

οράματα διεγέρσεις αμφιβληστροειδούς

να είναι εκεί

και πολύ μακριά



να ίπταται υπεράνω

των σκληρά αγωνιζομένων πτωμάτων

παροδική στιγμιαία ανάσταση

παρούσα και απούσα

υποκείμενο αντικείμενο συγχρόνως

αναζήτηση θαλπωρής αγκαλιάς 

αμβροσία και νέκταρ

γλυκόπικρο Ταντάλειο  νερό

κυλά αδιάκοπα

χάνεται στον ωκεανό της θλίψης

 


 

 



[1] ψευδαίσθηση

12/4/24

ενίοτε



γέμισε ανθούς

το στείρο μπαλκόνι

φούντωσαν τα λουλούδια

άνθισαν

οι ασπροκόκκινοι κρίνοι

ξεχύνονται από παντού

επισκιάζουν τους συγκατοίκους τους

οι λεπτόψηλοι βλαστοί

καμαρωτοί

αγέρωχοι αντιστέκονται

στα μποφόρ



ασταμάτητα τα στρουθία τιτιβίζουν

τσιμπολογούν

παίζουν στις αυτοσχέδιες πισίνες

σαν ξέγνοιαστοι έφηβοι

οι δεκαοχτούρες

αδιάντροπα ερωτοτροπούν

μοιράζουν το σπυρί

χέζουν αδιάφορα



η άνοιξη εύρωστη

εύσαρκη ελπιδοφόρα

γενναιόδωρα

ραίνει ασταμάτητα

την βεράντα

με τα εφήμερα δώρα της



αθέλητη μελαγχολική αισιοδοξία

απλώνεται

τόσο λίγα

τόσα πολλά

la vive est belle

ενίοτε



 

2/4/24

έρημος



καλοκαιρινή σκονισμένη άνοιξη

πασχίζει να επιβιώσει

η γαία στέλνει

προμήνυμα

την αρχαία κόνιν

έρχεται σταθερά

να καλύψει τα πάντα



έρημος

απλώνει τα  άγονα πλοκάμια της

πολλαπλασιάζεται γεωμετρικά

γόνιμη στειρότητα

κοχλάζει φουντώνει

εκσφενδονίζεται

αθόρυβα

κυρίαρχη

ταξιδεύει

χωρίς καράβια

χωρίς περάσματα



ο ήλιος φυλακισμένος

πάπλωμα θολό

βαρύ αποπνιχτικό

θερμαίνει τα πάντα

αόρατα μικροσταγονίδια

εισχωρούν παντού

γύρη άμμος σκόνη ιχνοστοιχεία

γίνονται ένα



ουκ βλέπετε ουκ ακούετε

ψίθυροι

ακαταλαβίστικοι

στοιχειώνουν τον αέρα

εικόνες αντικατοπτρισμοί

σκλάβοι

κυνηγημένοι

πεινασμένοι

δολοφονημένες ψυχές

οάσεις

περιπλανώμενοι Βεδουίνοι

μουσικές της ερήμου

υπομονετικές καμήλες

χοροί δερβίσηδων

εκμετάλλευση λειψυδρία poverty



ακάλεστη ανεπιθύμητη

έρχεται

στρογγυλοκάθεται άνετα

στα γυαλισμένα κενά έπιπλα

τα θολώνει τα ζεσταίνει

απομακρύνεται με επιμονή

ξανάρχεται

διακριτική πεισματάρα



αυτή την εισβολή

δεν την εμποδίζουν

φράχτες περιπολίες

σύνορα

άχρηστα τα διαβατήρια

άδειες εισόδου

επίσκεψη

από μακρινούς ξεχασμένους συγγενείς



1/4/24

σαϊτιά



καλοκαιρινή θολερή

άνοιξη σκορπά

αφειδώς

την σαγηνευτική της

ευωδιά

σε όλη την σκονισμένη πόλη

όλες οι καρδιές

αθέλητα σκιρτούν

στην διφορούμενη μυρουδιά

ζωή και θάνατος

αντάμα

love και πίκρα

τυλίγουν τα πάντα



αφηρημένοι  βιαστικοί

περπατούν οι κάτοικοι

αναπάντεχες αχειροποίητες  σαϊτιές

αιφνιδιάζονται

σταματούν μια στιγμή

γλυκόπικρα χαμόγελα

στα σφραγισμένα χείλη



άνοιξη άνοιξη

γλυκύτατό μου έαρ

τρυφερό  απατηλό

απρόσιτο

με τις εύθραυστες ελπίδες

μυρωμένο νερό που κυλά

σε άδεια χέρια