24/4/19

ενυπνιαστής



Ο αγαπημένος γιος
Από πολυαγαπημένη μητέρα
Ιωσήφ
Γεμάτος χάρες
Εύμορφος, έξυπνος
Ελκυστικός
Ευφράδης
Άνθιζε λουλούδι
Μέσα σε αφοσιωμένα χέρια
Ο μοναδικός
Δυνατό στήριγμα η αγάπη
Το πάθος των γονιών
Ασυγκράτητο
Το φως των γηρατειών
Ο Ιωσήφ με τα αλαζονικά
Ονείρατα
Τον ποικίλο χιτώνα
Ου προσέσχε ο Ιακώβ
Τους εργατικούς γιους  
Της Λείας με τους ασθενικούς οφθαλμούς
Της παραγκωνισμένης
Καρπούς  εύφορης μήτρας
Όλη η αγάπη η προσοχή
Στην γλυκιά Ραχήλ
Και στα τέκνα αυτής

ἰδόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὸν ὁ πατὴρ φιλεῖ ἐκ πάντων τῶν υἱῶν αὐτοῦ, ἐμίσησαν αὐτὸν καὶ οὐκ ἠδύναντο λαλεῖν αὐτῷ οὐδὲν εἰρηνικόν.

Φάνηκε από μακριά
Με τον ωραίο του χιτώνα
Αμέριμνος ο ενυπνιαστής
Βρέθηκε γυμνός


Σε βαθύ λάκκο
Χωρίς νερό και φαγητό
Άκουγε τους αδελφούς του
Να σχεδιάζουν το χαμό του
Καθώς αμετανόητοι έπιναν
Και έτρωγαν
Πωλήθηκε η σάρκα και το αίμα
Αντί είκοσι χρυσών
Δούλος
Ο ματωμένος ο ποικίλος χιτώνας
Δόθηκε στον πατέρα
Ωδύρετο ο Ιακώβ
Του Ιωσήφ την στέρηση
Λαμπρός ήλιος ανέτειλε  στην  Αίγυπτο

21/4/19

Λάζαρος



Ίδε ον φιλείς ασθενεί
Γαλήνια χωρίς βιασύνη
Άφησε δυο μέρες να κυλήσουν 
Βάδιζε προς την Βηθανία
Να σώσει τον αγαπημένο Λάζαρο
Βαθιά στο σπήλαιο  
Τυλιγμένος ακίνητος
Ήσυχος
Σκοτάδι βαθύ
Τέσσερις μέρες χωρίς πνοή  
Άρατε τον λίθον
Ακτίνες του ήλιου
Ήρθαν απαλές
Γλύκανε η φοβερή σκοτεινιά
Ήρεμη δυνατή
Αντήχησε η φωνή
Κάλεσμα σε αγαπημένο φίλο
Δεύρο έξω
Η απουσία έγινε παρουσία
Το κενό συμπαγής ύλη
Το τίποτα τα πάντα
Ο άηχος ήχος, μελωδία τρομερή
Το μη είναι, είναι
Ο άχρονος έγινε πάλι χρόνος
Ο όζος του θανάτου
Φοβήθηκε
Έφυγε τρομαγμένος δειλός
Τα νεκρά μέλη
Υπάκουσαν στην θεϊκή φωνή
Η ψυχή  επέστρεψε
Από την αέναη περιπλάνηση
Φώλιασε ήσυχα
στο  αναστημένο σώμα
Αργά αργά
Διστακτικά κινήθηκε
Το πρώην λείψανο
Καλυμμένο
Εξήλθε ο τεθνηκώς
Δεδεμένος τους πόδας
Και τας χείρας κειρίαις,
Και η όψις αυτού
Σουδαρίου περιεδέδετο
Προς το ζωοδότη ήλιο
Στην παντοδύναμη φωνή
Λύσατε αυτόν και άφετε υπάγειν
 
Να πορευτεί προς την ζωή
Μόνος κουβαλώντας
τα άρρητα μυστήρια
Τα φοβερά του θανάτου πάθη
Στο γλυκύ έαρ
Τα αγριολούλουδα
Σιγοτραγουδούσαν
Η γη νέα ζωντανή
Είπαν πως δεν γέλασε
Ποτέ πια
Η θλίψη για τα απερίγραπτα
Μάγκωσε την καρδιά του
Μόνος περπάτησε
Οι άνθρωποι τον κοίταγαν
Με θαυμασμό από μακριά
Ο νικητής του Χάρου
Έζησε μες του θανάτου
Την μοναξιά
Λένε δε, πως
Μόνο μια φορά
Βλέποντας κάποιον αφελή να κλέβει
Ένα πήλινο  αγγείο
Είπε χαμογελώντας οδυνηρά
«το ένα χώμα κλέβει το άλλο»

17/4/19

αυτοφυής ανοιξέα

Σαν καλή νοικοκυρά
Πάλι ο δήμος
Καρατόμησε τις άταχτες μαργαρίτες
Τα ευωδιαστά χαμομήλια
Τις ματωμένες παπαρούνες
Γρήγορες μεθοδικές
Εκκαθαρίσεις
Τα ανθισμένα λιβάδια
Πλημμυρισμένα
Από  ήλιο και πράσινο
απέμειναν γυμνά
Χωράφια
Διεσώθησαν  μερικά χαμόμηλα
από βίαιο θερισμό
Θρηνούν για τον άδικο  χαμό
Των συντρόφων τους
Απόμειναν σπάνιες μαργαριτούλες
Καλύφτηκαν από τα πτώματα
Γερμένες πληγωμένες
Ανασηκώνουν με κόπο
Τα χρυσά μαδημένα κεφαλάκια τους
Να χαιρετήσουν τον ήλιο
Τα ζούδια ανήσυχα
Απορημένα ψάχνουν
Για τους πολύτιμους ανθούς
Σταμάτησε το χαρούμενο τραγούδι
Οι πεταλούδες συλλογισμένες
Ανοιγοκλείνουν τα αιθέρια φτερά τους
Στέκουν τώρα παστρικά αθόρυβα
Τα αστικοαγροτεμάχια
Γυμνά καρατομημένα
Κουρεμένα γουλί
Με την ψιλή
Φυτεύει ο δήμος
Τα φροντισμένα άνθη
Θερμοκηπίου
Μεγαλωμένα κατά τις
Επιταγές της σύγχρονης επιστήμης
Ίσες κανονικές αποστάσεις
Ισοϋψή
Ομοιόμορφα
Τα αυτοφυή διώκονται
Το μάτι ασυναίσθητα αποζητά
Τα χρώματα που χάθηκαν
Τεντώνονται τα αφτιά
Να ακούσουν τους
Χαρούμενους βόμβους
Χάθηκαν όλα
Θα ξαναέρθει
Η αυτοφυής  ανοιξέα
Όπου βρει λίγο χώμα
Θα ανθίσει


16/4/19

Ανθισμένες κουτσουπιές

Ανθισμένες κουτσουπιές
Γέμισαν τον γαλάζιο ουρανό
Ανάρια τα πουπουλένια
Λευκά συννεφάκια
Συντροφεύουν εντροπαλά 
Ρόδινα παραμύθια
Ξεμυάλισαν τις μέλισσες
Τρελάθηκαν οι άμοιρες
Από την υπέρμετρη ευωχία  
Χορεύουν Βάκχες
Φρενήρεις 
Γεμάτες γύρη
Χορεύουν και τραγουδούν
Ο βόμβος ύμνος
Στην ζήση
Ξέγνοιαστα όργια
Ακίνητες αμίλητες
Σαγηνεμένες
Από την ξέφρενη χαρά
Οι κουτσουπιές
Ανοίγουν
Συμμετέχουν αξιοπρεπείς
Μεγαλοπρεπής
Στην γιορτή της Άνοιξης
Μυριάδες ζουζούνια
Τις φλερτάρουν ασύστολα
Ο έρωτας η ζωή
Κοχλάζουν
Διαστέλλονται

Γεμίζουν το σύμπαν 

13/4/19

Γολγοθάς


Αισχρός ο Θάνατος
Παραμονεύει στέλνει
αργά βασανιστικά
σημάδια  κυριαρχίας
παιχνίδι αδυσώπητης
εξουσίας
σαδιστικά
αγάλι αγάλι
απομυζά την ανήμπορη ζωή
λιώνει το άμοιρο κορμί
στον επάνω κόσμο
ανίσχυροι παρακολουθούν
γιατροί, οικείοι, φίλοι
τίποτα δεν μπορεί να γίνει
κάθε αθώα παρηγορητική λέξη
κάθε παραμυθία
σκληρή και άπρεπη
Dead end
μονόδρομος
σκληροί φύλακες
οι ακόλουθοι
παραμονεύουν συνεχώς
ακοίμητοι άτεγκτοι
αδυσώπητοι
χωρίς σωτηρία
σέρνεται αποκαμωμένη
η δόλια ψυχή
σκύβεις το κεφάλι
υποκύπτεις
περιμένεις μόνος
αβοήθητος σιωπηλός
μέσα στον πολύβουο
γλυκό κόσμο.



Νεσπάλισμα


Οργιάζει η Άνοιξη
Ήρθε πάλι
Ακούραστη αισιόδοξη
στολίζει την δύστροπη Πόλη
παντού αφήνει
τα όμορφα  ίχνη της
θάλλουν τα χαμόμηλα
απλώνονται μυρωδάτα παντού
μικροί πανέμορφοι ήλιοι
ζεσταίνουν
δίνουν ζωή
στο ταλαιπωρημένο χώμα
τα ξαδέλφια τους
οι αγαπημένες μαργαρίτες
άσπρες κίτρινες
χορεύουν
σιγοκουβεντιάζουν
εργάτριες χαρούμενες
ακούραστες
της σπλαχνικής Άνοιξης
δειλές οι μολόχες
ξεπροβάλλουν
πικάντικες σινάπεις
κρυφογελούν
οι αειθαλείς νεραντζιές
στέλνουν μηνύματα
πάθους
τα ξεδιάντροπα κλαδιά
ντύνονται κομψά
φορούν καμαρωτά
τα light green
κουστούμια τους
καλύπτουν
τον πεισμωμένο χειμώνα
που δεν λέει
να φύγει
εντροπαλά τα μη με λησμόνει
έρπουν κρύβονται
δεν θέλουν να ομολογήσουν
το  σκληρό νεσπάλισμα[1]
ανθεκτικό 
στην ξελογιάστρα απτόητη
παιχνιδιάρα Άνοιξη




[1] νεσπάλλω =λησμονώ, ξεχνώ

Εναύλιν


Εναύλιν[1]







 Στην δακρυσμένη βεράντα
Ανθίζουν θαρρετά
Τα παραμελημένα φυτά
Αδιάφορα
Για την φθινοπωρινή άνοιξη
Τολμούν
Υψώνουν υπερήφανα
Τα τρυφερά σώματα
Ανθισμένα χαμόγελα
Πλημμύρισαν τα γυμνά κλαδάκια
Με καταπράσινα φύλλα
Κάθε γλάστρα
Και μια ζωή
Εκπληρώνει
τον ασαφή προορισμό της
χωρίς διλήμματα
αναζητήσεις
τα αναρχικά σπουργίτια
αλωνίζουν αδιάφορα
προσωρινά ενδιαιτήματα
δεκαοκτούρες
ψάχνουν κατάλληλο
κλαδί
να κτίσουν την εαρινή φωλιά τους
ερευνούν διαλογίζονται
συσκέπτονται
γυρεύουν τροφή 
αποπατούν
μόνο τα τιτιβίσματα
των πετεινών του ουρανού
ακούγονται
εποχή έρωτα
αγάπης
συντροφικότητας
όλα καλά
όλα ίδια απαράλλαχτα
στην βεράντα που ο χρόνος
σιγερά[2] και στυγερά  επιταχυνόμενα αφήνει
τα σκληρά άσβηστα ίχνη του






[1] εναύλιν =στην αυλή βρισκόμενος

[2] σιγερά =σιωπηλά

10/4/19

Σκουντούλα αγάπης

Άνθισαν πάλι αφρόντιστα
Οι κουρασμένες νεραντζιές
Αψηφώντας του χρόνου την λέρα
Αθόρυβα μυστικά
Σκορπίζουν την πλάνα
Ευωδιά τους
Την ευωδιά της Άνοιξης
Της ανέφικτης προσδοκίας
Εισδύει απαλά
Διαπερνά οδυνηρά
Τα πονεμένα φυλλοκάρδα
Χαρμολύπη ξεχειλίζει
Γλυκιά η ζωή
Αναδύεται μέσα
από την σκονισμένη πόλη
Χαμογελά ξένοιαστα η Άνοιξη
Απαλή σιγανή ηχώ
Στα σφικτά χείλη
Χαλαρώνουν αθέλητα
Αφήνονται στο ηδύ
Απρόσιτο όνειρο
Σκουντουλίζει[1]
Το άρωμα της αγάπης
Ξαφνιάζει
Αγνή αθώα επιθυμία
Παρασύρει σε τόπους
Απάτητους επιθυμητούς
Απρόσιτους και κοντινούς
Ξυπνά το υπνωτισμένο σώμα
Αφήνεται ακυβέρνητα
Μάταια
και αυτό το έαρ
Στην μυρωμένη άπιαστη Ελπίδα 
 




[1] σκουντουλίζω =ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος