Παλεύει σθεναρά ο
Πείσμων γερο Χειμώνας
Διπολικά τα σύννεφα
Αδιάκοπα συνεδριάζουν
λύεται η συνεδρίαση
απόφαση δεν παίρνουν
Γελάει ο ηλιάκος
Ζεσταίνει τις μαραγγουλιασμένες [1]ψυχές
Αναθάρρεμα
Για λίγο
Η φύση έξω σε καλεί
Στην θαλπωρή της μέρας
Ανάκατα
Χειμός[2]
και πρωτάνοιξη
Γελούν παίζουν
Αμπάριζα
Ατελείωτες chores
Δύσθυμες ποζάρουν
Γελώ στα αλανιάρικα σύννεφα
Στον ήλιο που δεν βλέπω
Ακούω την ανάσα του
χαμνογελώ[3]
στον άπιστο
που
όλα του τα συγχωρώ
και
πάντα τον περιμένω
να
μου ζεστάνει την καρδιά
τον
θνήσκων δούλο
να
λαρώσει[4]