27/8/20

My cell phone

 

My cell phone

Αγαπημένο τηλέφωνο

Πάντα δίπλα μου

Σύντροφος πιστός

Φύλακας άγγελος

Σιωπηλό

Πανταχού παρόν 

Γνωρίζει περισσότερα

Από μένα για μένα

πριν από μένα

Γνωρίζει το παρελθόν

Το παρόν

Προγραμματίζει το μέλλον

Κάθε τι

Διατηρείται εις τον αιώνα τον άπαντα

Τραβάει ωραίες φωτογραφίες

Ανεξάρτητο

Ελπίζω να μην με αποτυπώνει

Τις καθημερινές ευτελείς

Αναγκαιότητες

Ανταγωνιστής της σωτήριας ολέθριας λήθης

Η ζωή με επιμέλεια  καταγραμμένη

Σε αυτό καταφεύγω

Να βρω ποια είμαι

Κουράστηκε το Θείο

Να θυμάται

να καταγράφει 

τα καλά και τα κακά 

έστειλε τα cell phones

να με ξυπνά

να ρυθμίζει σοφά την μοναξιά

ένα παράθυρο στην επικοινωνία

στην πληροφορία

στην γνώση



μεγάλος μικρός αδελφός

ένας απαραίτητος παρών αδελφός

σιωπηλός λάλος εργατικός

χωρίς ωράρια  ρεπό

ήρθε και θα μείνει

τι έχω άραγε να κρύψω

 








Copy and paste

 




Ακούγοντας τραγούδια στο you tube

Χαζεύοντας

Παρέα με όνειρα διακριτικά

Ευδαιμονία

Παίζοντας αναρίθμητες πασιέντζες

Εμμονικά

Για ευχές που ποτέ δεν θα βγουν

Περνάει ο χρόνος

Μένουν πίσω αυτά που

Θέλει να κάνει

Δεν βρήκε ακόμα το νόημα της ζήσης

Προσπαθεί μάταια

Οι ευδαιμονιστές λέγουν

Do what you like

Να βρεις κατά αρχάς

Τι σου αρέσει

Ψάχνοντας σαν τους

Μπουβάρ και Πεκυσέ

Κάτι που όλο το πλησιάζεις

Χάνεται απρόσμενα

ανεξήγητα

για να γυρίσεις στην αρχή

στο μηδέν

μόνος με ταίρι σε ομάδα

The result is το ίδιο

Copy and paste  

Αέναα μονότονα

Ενίοτε οδυνηρά

25/8/20

Σταχταρού

 


Το όνειρο της Σταχταρού[1]  

Αφήνει για λίγο τα μαύρα σαχτάρια[2]

Τυφλώνεται στα φώτα του χορού

Στροβιλίζεται πάνω στα μαγικά γοβάκια

Ανάλαφρα 

Το πρόσωπο της εικόνα

ολόλευκο ήλιος πρωινός

Λάμπουν τα φορέματα της

Τα ράκη γίνονται μετάξια

Η κολοκύθα αστραφτερή άμαξα

Τα κακορίζικα τρωκτικά

Περήφανα ζηλευτά άτια 

Ο σιχαμένος τυφλοπόντικας

Αξιοπρεπής αμαξάς

Ξεχνά την μίζερη ζωή της

Ο καλός και αγαθός πρίγκιπας

Την βρίσκεις

Την κοιτά με λατρεία

Με δέος και αγάπη

Ο φθόνος η ζήλια

Λουφάζουν κοχλάζουν

Ανίκανα να πληγώσουν

Παντοδύναμη η αγάπη

Η πιο ωραία

Η πιο καλή

Η πιο τυχερή

Σβήνει το θλιβερό παρελθόν

Μονομιάς

Παραδίδεται στα μάγια

Στην καλή Αραράιδα[3]

Που την προστατεύει

Το ρολόι

Θυμίσει αμείλικτα αμετάκλητα

Deadline[4]

Για το όνειρο

Ανακατεύει λυπημένη

Την τέφρα

But dont worry

Μικρή Σταχταρού

Ο πρίγκιπας θα βγει

Στην γύρα

Θα σε αναζητήσει απεγνωσμένα

Θα σε βρει

Θα τιμωρήσει όλους τους κακούς

Θα ζήσετε εσείς  καλά

Και εμείς βεβαίως πολύ  καλύτερα 



[1] Σαχταρού =η Σταχτοπούτα

 

[2] σαχτάριν =στάχτη, τέφρα

 

[3] Αραράιδα =νεράιδα

 

[4] Deadline τέλος της διορίας

20/8/20

όρωμαν

 

όρωμαν [1]




Στα γρήγορα εύκολα

έπλεξε

Μια όμορφη ιστορία

Ο Δάφνης και η Χλόη

Στα λιβάδια και στα ψηλά βουνά

Ελεύθεροι γυμνοί

Τρέχουν και τραγουδούνε

Τα κέρατα οι ανεμογεννήτριες

Δεν θα υπάρχουν

Μόνο ρυάκια και κρύα καθαρά νερά

Τα δάση όλα θα τα σκεπάζουν

Έρημα ξωκλήσια

Θα δακρύζουν

Τα ζώα θα παίζουν χαρούμενα

Τρελά

Το τζάκι σιγομουρμουρίζει

θα σκορπίζει

Ακατανίκητη ζεστασιά

Όλα του κόσμου τα βιβλία

Θα είναι ανοιγμένα

Παντού η καλοσύνη

Η χαρά

Η γη καλύτερη από Εδέμ θα είναι

Τα φίδια αθώα θα χορεύουν

Φανερά

Χάδια τρυφερά θα δίνουν

Όλα θα είναι καλά και αγαθά

Και εσύ ένας μικρός θεός

Ένας ποιητής τρανός

Από το τίποτα φτιάχνεις

Ιστορίες

Πλάθεις όνειρα χρωματιστά

άγγιγμα μιας πεταλούδας

τα διαλύει

χάνονται πάνε μακριά

μα το χαμόγελο για λίγο

τρεμοπαίζει

σε χείλη αμίλητα πικρά

 



[1] όρωμαν =όραμα, όνειρο

 

παρατηρέτζης

 









Απόλυτοι νεομάρτυρες

Κουμαντάρουν το σαρκίο

Υποχείριο αυτό

Υπακούει

Άγνωστες οι ανθρώπινες αδυναμίες

Ισορροπημένες νομοταγείς ορμόνες

Το μυαλό πειθήνιο

Συγκεντρωμένο

Εστιασμένο

Ακολουθούν

Τον σταυρό τους

Τους προφυλάγει

Αντέχουν την σκληρότητα της ζωής

Όλα καλά λένε και προχωρούν

Εγκαρτέρηση ελπίδα  

Τα δέχονται όλα σιωπηλά

Ελπίζουν πιστεύουν

Το σωστό το λάθος

Ξεκάθαρα αμιγή μέσα τους

Πλυμένα σιδερωμένα

Τακτοποιημένα

Κοιτούν μπροστά

Στον ίσιο δρόμο

Και εσύ με τα μάτια της μύγας

Τρελαίνεσαι

Πλήθος εικόνες κατακλύζουν

Από παντού το κορεσμένο μυαλό

Το τρυπούν το διαπερνούν

Ανακατεύουν ότι τακτοποιείς

Σιωπάς

Αφήνεσαι

Παρατηρέτζης[1]  

Αδύναμος

Αθέλητος κριτής

 



[1] παρατηρέτζης =παρατηρώ το κάθε τι

16/8/20

Άσπονδη φίλη

 

Στο φως του πρωινού

Στα αδύναμα μάτια

Φαντάζει ωραίο το κορμί

Το δέρμα ευωδιαστό ροδοπέταλο

Ο υποδόριος ιστός σεμνός

Ο χρόνος λούφαξε

Για λίγο κουρασμένος

Βαστά γερά το έρημο κορμί

Θυμάται την άπιστη την νιότη

Πολεμά να ζήσει

Σπαρταρά ψάρι έξω από το νερό

Αστράφτουν για λίγο τα χρώματα

Σε λίγο θα χλωμιάσουν

Η ψυχή αιώνια βασανισμένη

Επιμένει

Τίποτα δεν χάθηκε από τα χαμένα

Έφηβη η ελπιδούλα

Σιγοτραγουδεί

Χορεύει ανάλαφρα στις μύτες

Ο χρόνος αλύπητος ξαναγυρνά

Απαιτεί και έχει τα κεκτημένα

Αθέλητα το αρχαϊκό μειδίαμα υποχωρεί

Εξαχνώνεται  η άμοιρη ελπιδούλα

Έρχεται όπως πάντα η θλίψη θαλερή

φίλη άσπονδη σταθερή 

κρατά γερά το χέρι

 

4/8/20

Μάσκες


Μου είπαν μάσκα να φορώ

Μα δεν βλέπουν

Πάντα καλύπτει σοφά

Το πρόσωπο μου

Εφαρμόζει τόσο καλά

Κανείς δεν ξεχωρίζει

Αυτό που κρύβεται

Πίσω βαθιά

Έχω ξεχάσει να ζω

Χωρίς αυτή

Δεν θυμούμαι πια

Το αρχέγονο εγώ

Αλλά μήπως ήταν γνώριμο ποτέ

Τα λόγια μου

Φορούν και αυτά

Ποικίλες μάσκες

Μαύρες γκρίζες λευκές

Χρωματιστές

Εμπριμέ

Εξαίσιες χαζές

Βλαμμένες υπερήφανες

Και ταπεινές

Χαμένος άγνωστος ο εαυτός

πίσω από τσιμεντένιες προσωπίδες

Ανώφελη προστασία

Μα δεν γνωρίζουν οι ειδικοί

Πως οι αόρατοι άπιαστοι ιοί

Υπαρκτοί ή μη

Στο τέλος θα διαβούνε

 

 


Ζώδος

Ζώδος[1]

Συλλογισμένος ο παντοκράτορας

Αποφεύγει τα ικετευτικά βλέμματα

Κοιτά μακριά

Με τα βασανισμένα άγρυπνα μάτια του

Απελπισμένος  σφίγγει το ιερό βιβλίο

Αθέλητος κριτής

Ο θόρυβος από τις πομπές

Τον κατακλύζει

Η απογοήτευση δραπετεύει

Από το σφραγισμένο στόμα

Τα πάντα θωρών

Γνωρίζει

Αδύναμος να πράξει

Να αλλάξει το μέλλον

Καθώς  καλά το γνωρίζει 

Ακίνητος σιωπηλός λυπημένος

Οι  κραυγές αφόρητες

Ο ζόφος χειροπιαστός

Ο πόνος ξεχειλίζει


Ξεφεύγουν από τα ασάλευτα κάγκελα

Διαπερνούν τους ακλόνητους πλίνθους

Αδιάκοπα τον σφυροκοπούν

Βουβός και ο Απόλλωνας

Δεν μπορεί με την λύρα του

Να γλυκάνει την απόγνωση

Αθώοι και ένοχοι όλοι

Τριγυρνούν ανήμποροι

Κοιτώντας μακριά


Μόνο οι τέττιγες  αμέριμνοι

Αδιάφοροι ευτυχισμένοι

Άφησαν την μαύρη γη

Χαίρονται τον καυτό ήλιο

Τραγουδούν ακατάπαυστα

Την γλυκόπικρη ζήση  

 



[1] ζώδος =συμφορά η οποία είναι πεπρωμένο να πάθει κάποιος

 


1/8/20

Κάμα


Φλογισμένα μεσημεριανά
Παιδικά λιθάρια
Γέμιζαν τότε τους δρόμους
Άχνιζαν
Σιωπηλοί έρημοι
Σώπαιναν ζώα πουλιά
Τα λουλούδια έγερναν
Τα όμορφα κεφάλια τους
Υπνωτισμένα διψασμένα
Οι συκιές σκόρπαγαν
Μύρα βαριά μεθυστικά
Ο αέρας στέγνωνε
Αραίωνε διαλύονταν 
Η κάμαρα σκοτεινή
Υποχρεωτική ξεκούραση
Βαριές κουρασμένες ανάσες
Ο ύπνος τριγυρνούσε
Πηγαινοερχόταν
Διστακτικός 
Ονειροφαντασίες
Φτερούγιζαν ασταμάτητα
Άνοιξες με προσοχή
Το κλειστό παράθυρο
Απόδραση στο εκτυφλωτικό φως
Στον εξαχνωμένο θολό ήλιο
Σκορπισμένο ζεστοπύριν[1] παντού
Δρόμοι για αναστενάρηδες
Πορφυρές πατούσες
Στεγνοί  βλεννογόνοι
Ανύπαρκτος αέρας
Το σώμα ανάβλυζε
Ο μυρωμένος ίδρως
Έρεε
Δρόσιζε για λίγο το χασεμένο[2] κορμί
Περπάταγες μόνη στο αγρόκαμαν[3]
Κανένας διαβάτης
Ελευθερία μοναχία
Αβάσταχτη ζεσταμονή[4]
Λάβα
Φωτιά και λάβρα
Και ο ένας θυμωμένος ήλιος
Τα έλιωνε αδυσώπητα όλα
 


[1] ζεστοπύριν =στάχτη στην οποία υπάρχουν αναμμένα κάρβουνα

[2] χασευτό =ζεστό, καυτό

[3] αγρόκαμαν =μέρος πολύ ζεστό

[4] ζεσταμονή =θερμότητα, ζεστασιά


καρτερείτε και ελπίζετε



Δεν άφησαν ένα φυλλαράκι
Ο σκληρός χειμώνας
Ο ανελέητος χρόνος
Γυμνός ο κορμός γεμάτος αγκάθια
Τζατζίν[1] άνυδρο
Σαν να μην έτρεχαν χυμοί
Στον ρυτιδωμένο κορμό
Νεκρό πτώμα
τὸν ἕτερον πόδα εν τη σορώ[2] έχων
αλλά ήρθε το  γλυκύτατο έαρ
φύσηξε πνοή
δειλά δειλά
ξεπρόβαλλαν τα μικρά φυλλαράκια
πράσινα σιωπηλά
άπλωσαν τα αδύναμα κορμάκια τους
δυνάμωσαν
γέμισαν τα γέρικα κλαδιά
με ελπίδες
κάλυψαν τον χρόνο
ανάστησαν την ετοιμοθάνατη ψυχή
αργά αργά
μέσα στο θερμό πύρινο θέρος
άνθισε
τολμηρά τα ιώδη άνθη
στέλνουν χαμόγελα
ελπίδες
καρτερείτε και ελπίζετε
ψιθυρίζουν χαρωπά
τίποτα δεν χάθηκε   
 


[1] τζατζίν =φρύγανο, κλαδί, θάμνος


Ματαιοπονία


Περιφέρει με πόνο την μοναξιά της
Στους δρόμους που ατμίζουν
Προσπαθεί να την μεταμφιέσει
Καθώς ο πύρινος Αύγουστος
Ανέμελος αδυσώπητος χαρωπός
Παρελαύνει
Φορτώνουν την πραγμάτεια τους
Και φεύγουν
Οι οικείοι ξένοι
Αφήνουν το πυρωμένο άστυ
έρημο ήσυχο  
στα χέρια αυτών που επιθυμούν 

πάντα όσα τω πλησίον των εστί

φουντώνει ξεχωρίζει η μοναχία
η πόλη εγκαταλελειμμένη καμένη κόρη
σκεπάσει το πονεμένο της πρόσωπο
κρύβεται από τα αδιάφορα κοφτερά μάτια
προσπαθεί να γεμίζει
μάταια τα άδεια χέρια
σύγχρονη αθώα Δαναΐδα
αδιάκοπα ρίχνει νερό στον τετρημένον πίθον
υπακούοντας άηχες  διαταγές
καρτερώντας την βροχή
να δροσίσει το πολυδίψιον σώμα