28/1/24

Πουρνό Κερεκής


άκρα του τάφου η σιωπή

την γειτονιά σκεπάζει

Κερακή[1] πρωί

δεν ακούγεται ούτε ή βροχή

ανεπαίσθητα διακριτικά

ραίνει την γερασμένη

άσφαλτο

γεμάτη ρυτίδες

αντιπαθητικά  λακκάκια

κολλημένη βρώμα

μύριες φορές

ποδοπατημένη



σίγησαν και τα πουλάκια

οικόσιτα και αλανιάρικα

κρύφτηκαν

ακόμα και η μουσική

του You Tube

ακούγεται υποτονική

άφαντοι και οι κύνες

χουζουρεύουν

σε σιωπηλά σπίτια

αργία και για τα τροχοφόρα

αραγμένα σε παράνομα parking   

ο ήλιος μελαγχολικός

ανόρεχτα ξεπροβάλλει

από τα πουπουλένια νέφη

βυθίζεται πάλι

στην αφρώδη αγκαλιά τους

ανικανοποίητος




απομακρύνεται

αδύναμος

το πενιχρό φως του

σκορπίζει

πρόσκαιρες ελπίδες

που διαλύονται

σαν ανοιξιάτικο χιόνι

σε γυμνό γερασμένο χέρι



[1] Κερεκή, η: Κυριακή,

25/1/24

κυκεώνας

 


γλυκός ο Μορφέας

έφυγε αθόρυβα

διακριτικά

άφησε πίσω του

ανεξήγητη χαρά

αγαλλίαση

αίσθημα ικανοποίηση

σώμα και ψυχή

ευφραίνονται



γαλήνια όμορφα

πλέουν σε θάλασσα

ήρεμη

αφήνονται

λικνιστικό αεράκι

θροΐζει  κατευναστικά 

όλα καλά



ζηλιάρα  η λήθη

άρπαξε

τα  ευφραντικά ονείρατα

τα έκρυψε καλά

στην απύθμενη άβυσσο της ψυχής

εφτασφράγιστο μυστικό

κυκεώνας 



24/1/24

Αδέσποτο



δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται

από το φως

που πλημμύρισε

αναχάπαρτα άκαιρα  το δωμάτιο

συνέχισε να προχωρεί

με κόπο

ανάπηρη τραυματισμένη

σέρνοντας την μια πλευρά της



αδιαφορώντας για everything

για όλους τους προσεχείς κινδύνους

απογοητευμένη

κουβαλώντας ασήκωτο πόνο

όλη την δυστυχία της ζήσης

χωρίς σταλιά ελπίδας

ανεπιθύμητη

πολύ μακρινή η εποχή

που έτρεχε σαν αστραπή  

υγιής γενναία

αμαζόνα

για τον άρτο  τον επιούσιο



τώρα

εύκολο αηδιαστικό θήραμα

βορά ευαίσθητων παστρικών έμβιων 

δεν ισχύει

ο νόμος για την ευζωία των ζώων

στερείται συναισθήματος

η γεμάτη πίκρα

ματαιωμένη ύπαρξη



συνεχίζει την πορεία της

γνωρίζοντας το μέλλον

κόβεται το σαθρό νήμα

με συνοπτικές διαδικασίες 

χωρίς πολλές διατυπώσεις

εύκολο θύμα

συνθλίβεται ανάμεσα

στο σάρωθρον και το πλαστικό φαράσι

κάποια ικανοποίηση

για την εύκολη

απομάκρυνση του μιάσματος



 

21/1/24

The tree



ο χρόνος,

ο τρελός αέρας,

η βροχή,

τα αδιάφορα χέρια

ξεγύμνωσαν ανεπαίσθητα

το  φυλακισμένο δέντρο



έρημα τα κλαδιά

σπασμένα

λεηλατημένα

εκθέτουν αναγκαστικά

με αιδώ

τα απομεινάρια

τα φυλάγουν σαν

χαμένο θησαυρό



λίγα πενιχρά

κιτρινισμένα  φύλλα

απόμειναν

επιμένουν να σιγοτραγουδούν

να χορεύουν σπασμωδικά

άρρυθμα

στους ασαφείς ήχους

ενός εξαίσιου αοράτου οργάνου



οι ρίζες φιμωμένες καρφωμένες

στεγνώνουν αδιαπέραστες

κελαρύζει δίπλα

καθαρό γάργαρο

το απρόσιτο νερό

και ο ήλιος αχ ο ήλιος

ψηλά πολύ ψηλά

αδυνατεί

να χουλένει[1]

να αναπυρώσει 

την φλόγα



σβήνει

τρεμοπαίζει

αδύναμη χλωμή

παρατημένη

μοναχική





[1] χουλένω, ρ.: ζεσταίνω / χουλέν = ζεστό,

19/1/24

όνερος



ευχάριστο ξάφνιασμα

μέσα στην τσιμεντένια πόλη

στην σκληρή σταχτιά  άσφαλτο

φεγγοβόλησε ξεμύτισε

μικρό λιτό μωβάκι

ακαθόριστα από μακριά

τα άνθη



από σιμά

ξεχώρισε

το θυμαράκι

δραπέτευσε

από τον καθορισμένο τόπο του

από το αγαπημένο Ποικίλο



αδιαφόρησε για την εποχή

τον χειμώνα

που επελαύνει

βρήκε λίγο φτωχό χώμα

στην μέση του δρόμου

άπλωσε τα πενιχρά κλαδάκια του

τα γέμισε

με τα μυρωδάτα λουλουδάκια



μια όαση

νοσταλγία

για το υπομονετικό βουνό

εδώ είμαι έλα

ψιθύρισε

βυθίστηκε το πρόσωπο

στην αγαπημένη μυρωδιά

ανάσανε

μύριες εικόνες κύλησαν

αγαλλίαση απλώθηκε

και ο όνερος εχάθη 



12/1/24

συμπερίληψη



αθόρυβη η βροχή

σιγανή διακριτική

επίμονη

μελαγχολική

ακροπατά

δεν θέλει να ακουστεί

θέλει να κρυφτεί

να μην μιλήσει σε κανένα

να μην ειδωθεί



ποτίζει τα διψασμένα φυτά

τα δροσίζει

απομακρύνει όλη την ύπουλη σκόνη

από τα πράσινα ανθεκτικά φύλλα

σιγά σιγά καθαρίζει

και τα μιαρά γερασμένα

παρατημένα πεζοδρόμια

γεμάτα ανθρώπινα εκκρίματα

απορρίμματα

γλίτσα



φεύγει η βρώμα

χάνεται στους θλιβερούς υπονόμους

ταξιδεύει

στα σκοτεινά μονοπάτια τους

η υπομονετική ακόρεστη  θάλασσα

θα την δεχτεί

συμπερίληψη

ενσωμάτωση

ανακύκλωση 


11/1/24

στυφή












στρογγυλοκάθισε

η παπαδιαμαντική γραία

στυφή ρυτιδιασμένη

ανικανοποίητη

ξεχειλίζει η γκρίνια

η απογοήτευση

η πίκρα

χείμαρρος

οι άρες οι κατάρες




ζητούν να ξεχυθούν

ρουκέτες εμετοί

ξεφεύγουν αναχαίτιστες




ένας άλλος εαυτός

ανεξάρτητος ξένος

ανεξέλεγκτα

καταπατεί ότι καλό υπάρχει

το αμαυρώνει

στραγγίζει κάθε χαρά

άδικα σφραγίζονται

οι ανόσιες οπές

σαν καταστροφική λάβα

βρίσκει διόδους

κατρακυλά

σκεπάζει και πετρώνει τα πάντα 


10/1/24

έσβησε



έσβησε σιγά σιγά

η  ανικανοποίητη επιθυμία

έσβησε

η αυτοτροφοδοτούμενη βάτος

ότι ήταν να καεί κάηκε

άσκοπα

έμεινε η σαχταρί τέφρα



σκόρπισε

και αυτή

στην πρώιμη αύρα

αθόρυβα

εξαφανίστηκε

στο χλωμό δειλινό



δεν ζέστανε τα παγωμένα χέρια

το στόμα δεν γεύτηκε

τον απαγορευμένο καρπό

τα μάτια δεν είδαν τις φλογίτσες

να χορεύουν τρελά

έμεινε το κορμί



αμίλητο μοναχικό

ξερό καλάμι

σε έρημο άξενο γυμνό κάμπο

φυσά ο βοριάς

λυγά

το πονεμένο κορμί

σέρνεται

σαλεύει