άκρα του τάφου η σιωπή
την γειτονιά σκεπάζει
Κερακή[1] πρωί
δεν ακούγεται ούτε ή βροχή
ανεπαίσθητα διακριτικά
ραίνει την γερασμένη
άσφαλτο
γεμάτη ρυτίδες
αντιπαθητικά λακκάκια
κολλημένη βρώμα
μύριες φορές
ποδοπατημένη
σίγησαν και τα πουλάκια
οικόσιτα και αλανιάρικα
κρύφτηκαν
ακόμα και η μουσική
του You Tube
ακούγεται υποτονική
άφαντοι και οι κύνες
χουζουρεύουν
σε σιωπηλά σπίτια
αργία και για τα τροχοφόρα
αραγμένα σε παράνομα parking
ο ήλιος μελαγχολικός
ανόρεχτα ξεπροβάλλει
από τα πουπουλένια νέφη
βυθίζεται πάλι
στην αφρώδη αγκαλιά τους
ανικανοποίητος
απομακρύνεται
αδύναμος
το πενιχρό φως του
σκορπίζει
πρόσκαιρες ελπίδες
που διαλύονται
σαν ανοιξιάτικο χιόνι
σε γυμνό γερασμένο χέρι