22/9/23

Λάβρα



Tα μάτια αναζητούν με αγωνία

Την φωτεινή επιγραφή

Το λεωφορείο με το μαγικό αριθμό

Απομακρύνεται αδιάφορο

Μισό λεπτό

Και χάθηκαν όλα

Είκοσι λεπτά αναμονή τουλάχιστον

Στο λερό πυρωμένο πεζοδρόμιο



Αναζητώντας όλοι

Λιωμένα κεριά παραφίνης

Την πενιχρή σκιά 

Ή περπάτημα

Στον καύσωνα

Αυτό και αν είναι απογοήτευση

Ας προχωρήσω στην άλλη στάση

Ο αστικός ώριμος πλάτανος

Περιμένει μοναχικός

Αφιλοκερδώς θα παρέξει σκιά

Τα φύλλα του θα σιγοχορεύουν

Παίζοντας κρυφτό

Με τον ανελέητο ήλιο

Κάτι θα θέλουν  να πουν

Απόμακροι ακαταλαβίστικοι δελφικοί ψίθυροι

Μικρούτσικη όαση μες στο αδιαπέραστο καυτό μπετόν



Χαμογελάς ασυναίσθητα

Σταγόνα χαράς

Στον βρώμικο ωκεανό θλίψης 

Ημίγυμνοι οι οικοδόμοι

Στην απέναντι πολυκατοικία

Αναπαλαιώνουν μέσα στο καύμα

Ποτάμια ο εργατικός ιδρώτας

Ρέει ασταμάτητα

Μεροκάματο θερμό

Οχτάωρο και λιοπύρι

Κάψα 



Τολμάς και παραπονιέσαι

Παρελαύνουν τα τουριστικά λεωφορεία

Ξεναγήσεις στην άγνωστη πόλη

Άφαντα τα αστικά

Ιδρωμένα αργοπορημένα

Φίσκα

Κάποτε καταφτάνουν

Αφαίρεση

Χάνεσαι όλα σωπαίνουν

Λόγια παρηγορητικά ζεστά

Βουβά μοναδικά

Μόνο για σένα

Ψιθυρίζουν  στο ιδρωμένο αφτί

Τα ζέοντα αφυδατωμένα φυλλοβόλα φύλλα  



21/9/23

Dead Leaves



Βολταρίζει ράθυμα

Το θλιμμένο φθινόπωρο

Πλημμυρίζει το πονεμένο κορμί

Με ηδύ παραλυτικό κρασάκι

Οι ευωδιές του μούτσου

Εισδύουν αθόρυβες

Στις σκοτεινές απόκρυφες

Ανεξερεύνητες σπηλιές

Του νου



Αναδύονται μελλοντικές εικόνες

Απλησίαστες

Νοσταλγεί το ανείπωτο

Το ανέφικτο

Το τυλίγει απαλά τρυφερά νεφέλη

Αόρατη απτή




Κοιτάζει τα ξεδιάντροπα ρόδια

Εκθέτουν ασύστολα

Τα ματωμένα σπλάγχνα τους

Ευωδιάζουν τα χνουδάτα  κυδώνια

Λυγίζουν σιωπηλά τα κλαδιά

Διαστέλλονται τα εσπεριδοειδή

Αφυδατώνονται οι σταφίδες

Σε μοντέρνα αλώνια

Χλομιάζουν τα τρεμάμενα φύλλα

Παραδίδονται χωρίς αντίσταση

Αμίλητα ενδίδουν

Στο αναπόφευκτο τέλος

Χυμοί γουργουρίζουν ηδονικά



Μοθοπώρ[1] γλυκόπικρο

Αντιστέκεται σθεναρά στην πίκρα

Εκθετικά επιτίθεται

Αθόρυβη κραταιά

Περιμένοντας ηδονικό σιγανό

Πρωτοβρόχι

Να ξεπλύνει ασαφή όνειρα

Την τέφρα του καλοκαιριού

Τον ρύπο

Που σκεπάζει διαρκώς

Την ρημαγμένη πόλη



Να δροσίσει τις πυρωμένες πέτρες

Κουρασμένος ο ήλιος

Αποχωρεί βιαστικά

Έρχεται το σκοτεινό δείλι

Μορμυρίζωντας

Θρηνώντας τα φύλλα του φθινοπώρου.

  




[1] μοθοπώρ’, το: φθινόπωρο.