29/3/24

ευωδία



απλώθηκε η μυρωδιά

των εσπεριδοειδών

ευωδίασε η άχαρη

βρώμικη πόλη

για λίγο

αθέλητα χαμόγελα

στα βλοσυρά πρόσωπα



ήσυχη σεμνή

ακουμπά απαλά

τα ανικανοποίητα κορμιά

γλυκόπικρη αιχμηρή ελπίδα γεμίζουν

εφήμερη

το αόρατο

αγγίζει ευαίσθητη σάρκα

σαλεύει ξυπνά

παραλύει

παραδίδεται αμαχητί



απλώνει τα χέρια

να κρατήσει

την απτή φευγάτη ψευδαίσθηση

χάνεται στην θολή  βοή του κόσμου

ανακατεύεται

με την βρώμα των σκουπιδιών

υπερισχύει

πολεμά και διαλύει

τα νέφη των καυσαερίων




σιωπηλά φύλλα

και άνθη

ανεπαίσθητα ψιθυρίζουν

υπόσχονται ειλικρινά

όνειρα απατηλά εύθρυπτα

που  σβήνουν

με την πνοή του ανέμου

ραίνουν τα ανισόρροπα πεζοδρόμια

λευκοί βελούδινοι εύθραυστοι τάπητες

συνθλίβονται 

νύμφες ανύμφευτες

 

28/3/24

Τέλη



I am thinking about you

I know i m fool

Μα σαν παραπονεμένο πεινασμένο

συρρικνωμένο νήπιο

Λιγουρεύομαι  

τα ανθυγιεινά ζαχαρωτά

Στο ολοφώτιστο λούνα παρκ

Όλο ζάχαρη που κολλά  παντού

Σε λιγώνει



Δεν είναι για σένα Το γλυκό

 Έχεις και διαβήτη όπως σου είπε

Αυστηρά κάποια φορά

Η προ εμμηνοπαυσιακή καρδιολόγος

Ή προδιαβήτη κατά τον σοβαρό γιατρό

Όλα καλά τα βρήκε το συνηθισμένο τσεκ απ

Και όλο σε τριβολίζει

Το  Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών,

ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά

φοβάσαι ότι θα είναι επαίσχυντα



θα έρθει η τρέλα

θα σε αγκαλιάσει τρυφερά δυνατά

στην αρχή

δεν θα ξαναφύγει 

θα ριζώσει

κλοιός αδιαπέραστος

ο νους σαλεμένος

τρέχει ανυπόδητος

ρακένδυτος

αναζητεί κόσμους

βασίλεια

να βασιλεύσει

απόλυτος άρχων

θλιβερός



επιθυμίες ανεκπλήρωτες

γυρνούν και απαιτούν

τα εαυτών

ζητούν αξόφλητα γραμμάτια

situations αμήχανες ντροπιαστικές

αφελείς  

ανόητες ενοχές

κοχλάζουν

ερινύες αποτρόπαιες

ακούραστα εφορμούν

θέλουν κι αυτές τα απλήρωτα χρέη



στα φοβερά τέλη επανέρχονται

τα παραμελημένα τέλη

βρικόλακες αχόρταγοι 

is madness coming 



27/3/24

ζάντενα



ζάντενα[1]

κόλλησε

στον παραπαίοντα  νου

σιγανά σιγανά

αθόρυβα

επιθυμία ανεκπλήρωτη

τρελή και ανεδαφική

γέμισε το κορμί



με θλίψη διακριτική

σαν αφρικανική σκόνη

κάλυψε  τα πάντα

σκοτείνιασε ο ουρανός

ο ήλιος χάθηκε

τα πουλάκια σώπασαν

οι σκύλοι θλιμμένοι έγειραν

τα κεφάλια τους

οι γάτες αδιάφορες γλείφονται

πικρό μειδίαμα

σε μαρμαρωμένο face





[1] η ζάντενα = τρελή,

 

ημεροφαντασίες



μια τόση δα ανόητη ματαιόδοξη σπίθα

ωχρή ισχνή τρεμοσβήνουσα

ασθενική αρκεί

για να δημιουργηθεί

εκ του μηδενός

άυλη πυρκαγιά

τα καίει όλα

σκορπά σταχτάρα



φωτίζει γλυκά

το βαθύ σκοτάδι

θερμαίνει την παγωμένη ζωή

θέρμη απλώνεται στο πεθαμένο  κορμί

τα χέρια θαλπερά  βελούδινα

ο Άντερσεν ωχριά

ιστορία αγάπης

ανύπαρχτης και απτής

γεμίζει τον νου

δημιουργικός ακούραστος

πλάθει

αναμορφώνει

κόβει ράβει το ανύπαρκτο

αποκτά υπόσταση



κυριαρχεί ο έρωτας

αθώος πάντα

ωραίος και δυνατός

δυνατά τα αδύνατα

κορμιά ονειρεμένα

φευγαλέα

διανύουν

στριφογυρίζουν

βαλσάρουν



στο αχανές σύμπαν

στοργικό φιλόξενο

ηλιόλουστο χαρωπό

ρομαντικός ηδύς εγκιβωτισμός

σε ψυχρό αδιάφορο κλουβί 


 

26/3/24

ενεργητικός κηφήνας



τριγύρναγε από ύπερο

σε ύπερο

λαίμαργος

αχόρταγος

στριφογύριζε αδιάκοπα

δεν έμενε σε σταθερή κανάρα

καβαλάρης πλάνης

και πλάνος



έτρεχε

γευόταν τα πεινασμένα κορμιά

και αυτά τα ταλαίπωρα

περίμεναν τον ξαφνικό επιθυμητό ερχομό του

ήλπιζαν πάντα σε κάτι περισσότερο

σε κάτι καλύτερο

νόμιμα και μόνιμα κρεβάτια

στεφάνια και παιδιά

πάνες και σαλιάρες

νοικοκυριά και κατσαρόλες



φευγάτος πάντα αυτός

άκαρπος επικονιαστής

ρούφαγε άπληστα το γλυκό νέκταρ

από ζεστά φιλόξενα ηλιόλουστά  κονάκια

παροδικοί τόποι αναψυχής

παγιδεύονταν

αραιά και πού 

έσπαγε εύκολα τα γλυκερά δεσμά

άνοιγε φτερά

για άλλες γειτονιές  

για άλλες αγκαλιές

μυρωμένες στολισμένες

καρτερικές



έφευγε και επέστρεφε

πονηρός Οδυσσέας

μάγισσα Κίρκη  νύμφη Καλυψώ παρθένα Ναυσικά

κ.α.  άγνωστες πολλές

χωρίς  συγκεκριμένη Penelope

εδέβαν τα χρόνια

βάρυνε η ψυχή

και το κορμί γέμισε

με ανεπιθύμητο λίπος



οι επιθυμίες σιγοσβήνουν

τα ταξίδια σταμάτησαν

ελλιμενίστηκε probably

σε άγνωστους ήσυχους καθημερινούς τόπους

αναπολώντας κούφιες περασμένες διαδρομές

 


24/3/24

dead hope



καθημερινά

ανάβουν κεριά

λαμπάδες

τάματα

στον ναό της τύχης

οθόνες γητεύουν

υπόσχονται



καλύτερη ατομική ζωή

χρήμα εξουσία αγάπη

σεξ όλα

ανύψωση

πιο ψηλά από όλους

γίνεσαι κάποιος κάποια

η μίζερη οικογένεια

στο δυαράκι

σε πύργους χάνεται

διαδρομές με ασθμαίνοντα λεωφορεία

αντικαθίστανται με λιμουζίνες άνετες



όλοι μπορούν να έχουν

κάτι καλύτερο

τρέχουν τα αλογάκια

να κόψουν το νήμα

στριφογυρίζει η μπάλα

από πόδι σε πόδι

από χέρι σε χέρι 



αριθμοί σαλεύουν

ξύνεις ξύνεις

αγώνες

πολλαπλές προκλήσεις

τα κέρδη περιμένουν ανυπόμονα

να ταξιδέψουν

στα χέρια των τυχερών

στοίχημα κινο τζόκερ

λαχεία κπλ

οι κήποι της Εδέμ

τα ουρί του παραδείσου

πλησιάζουν έρχονται

σε απόσταση αναπνοής

τόσο κοντά

και χάνονται



αν αν

περισυλλογή

βαθιές σκέψεις

βυθίζονται στα διλήμματα

η τυχερή κίνηση

συστήματα

προτάσεις πρωτοβουλίες

ο  νομιμοφανής τζόγος

φουντώνει σε κάθε γειτονιά

σε κάθε γωνιά

σκορπίζονται επιθυμητά θρυμουλόπα[1]

νέοι γέροι

άνδρες γυναίκες

ελπίζουν

στην άπιστη μαργιόλα τύχη

φορεί αθέατη πανέμορφη μάσκα

η γερασμένη ιερόδουλη

υπόσχεται

κάτι θα γίνει

και όλα θα αλλάξουν



συμπληρώνουν οι αξύριστοι

συμπληρώνουν οι νοικοκυρές

με τις άβαφες ρίζες

οι κουστουμαρισμένοι αρωματισμένοι

οι σικάτες κυρίες

τρέχουν όλοι

με ασέλωτα άγρια άτια

ελεύθεροι

ωραίοι υπαρκτοί

Money power love

Everything

hope hope

dead hope







[1] Θρημούλια ή θρυμουλόπα =Ψίχουλα

 

18/3/24

τι πταίει



 

προσπαθεί αδιάκοπα

ακούραστα

να γίνει μέρος μιας ομάδας

μιας παρέας

να την δεχθούν

προσπαθεί

με κάθε τρόπο

να πολεμήσει την μοναξιά

να γίνει κάποια



ξέρει ότι πρέπει

να νυμφευτεί

τι προοπτική έχει

μια ανύπανδρη

ευπαρουσίαστη

κάποιας ηλικίας

με πτυχία

σπίτι  προίκα

νοικοκυρά

ήθελε να είναι ύπανδρος

να πλένει να καθαρίζει

να ανήκει




επιθυμία μακρινή

απραγματοποίητη

υποχωρήσεις

προσπάθειες

το σπρώξουν  μακρύτερα

το απρόσιτο αργοκίνητο όνειρο

φτάνει σε απόσταση αναπνοής



έτοιμη να το αρπάξει

άδεια τα χέρια

διαλύεται στην στιγμή

καπνιά και μαυρίλα

ο υμέναιος Θεός

απρόσιτος αδιάφορος




τι πταίει  άραγε





θολερό όνειρο



ποιος θα κάνει

το πρώτο βήμα

 Συν Αθηνά και χείρα κίνει

λένε οι σοφοί

παράλυτα αδύναμα

αναποφάσιστα τα χέρια

περιμένουν και οι δυο



ο χρόνος επιταχύνεται

φεύγει

θολώνουν τα  μονωμένα τζάμια

κουρτίνες ανθεκτικές

ασάλευτες

οι φιγούρες μακρινές

ακαθόριστες



ο νους αδιάκοπα

δημιουργεί

εκ του μηδενός άραγε

υπάρχει ύλη και την αβγατίζει  

ποιος  ξέρει

τα μέλλοντα και τα τωρινά

γνωρίζουν οι θεοί

κάτι κάνουν και οι σοφοί

οι κοινοί θνητοί φαντάζονται

ελπίζουν στα κατορθωτά

και τα ακατόρθωτα

ελπίζουν απελπισμένα



φεύγει ο χρόνος ανεμοστρόβιλος

κενές οι αγκαλιές

το κορμί αχάιδευτο

μοναχικό καρτερικό

γερνάει η αιώνια ψυχή

 μουρμουρίζουσα γραία

νεότατη και γερασμένη

περιμένει

το ανέλπιστο θαύμα



 

πένθιμο νηπενθές



αναχάπαρα [1]

η μυρωμένη μαχαιριά

διαπέρασε τα πάντα έφτασε απτόητη

στην καρδιά της καρδιάς

έχυσε γλυκό πονεμένο δηλητήριο

παράλυσε το φθαρτό σαρκίο

αγιάτρευτη πληγή

η μυρωδιά των πενθίμων νηπενθών

ανάλαφρη αιχμηρή εύστοχη




νόστος

για άγνωστη πατρίδα

μακρινή επιθυμητή

απρόσιτη

νοσταλγία για τα ανείπωτα

τα άβατα τα απραγματοποίητα

αθώα άυλη  ύπουλη

διακριτική

πένθιμο νηπενθές[2]

ακούραστο επανέρχεται

με τα χαρούμενα χελιδόνια

σκορπά πάντα ανεκπλήρωτες

τρυφερές υποσχέσεις



λευκά μυρωδάτα άνθη

στολίζουν σαρκαστικά άπονα

μαραμένες νύμφες ανύμφευτες

που προσδοκούν ακούραστα

το φευγάτο οδυνηρό όνειρο

της παντοτινής αγάπης

παραμελημένα βρώμικα πεζοδρόμια

ραίνονται

για λίγο με ανθισμένους ελπιδοφόρους  τάπητες

ο νεφώδης αέρας υποκύπτει

αρωματίζεται με  μεθυστική μύρα

στυφοί καρποί αναδύονται

μουδιάζουν χείλη γλώσσα και καρδιά





[1] αναχάπαρα, επιρ.: ξαφνικά.

[2] νηπενθές  που διώχνει τη λύπη΄

1/3/24

αργούν τα χελιδόνια



σιγανοπαπαδιά 

έρχεται αργά αργά και σιγανά

απλώνει το πικρό σκοτεινό  μελάνι της

πονηρή σουπιά

διακριτική αθόρυβη

βηματάκι βηματάκι

απλώνεται

οχληρή  επίμονη

με ευγένεια

ανεπαίσθητα

κυριεύει 

εγκαθίσταται

απτόητη ανεπιθύμητη



προπέτασμα της

ο καιρός

τα νέφη βαριά

φουσκωμένα τούλινα ασκιά

κατεβαίνουν βλοσυρά

να σκεπάσουν την γη

ο ήλιος βυθισμένος στην άβυσσο

με δυσκολία ανασαίνει

προσπαθεί να διαπεράσει

το σταχτί τείχος

να ανέβει στην επιφάνεια





η βροχή διπολική

αρχίζει να πέφτει

το μετανιώνει

επανέρχεται δριμύτερη

αποχωρεί

και πάλι τα ίδια



κατήφεια

άνασσα βυζαντινή

κουνά μεγαλόπρεπα

το φοβερό σκήπτρο της

δεν ησυχάζει

μέχρι οι υπήκοοι της

να συρθούν

στην κόλαση



το στωικό μισόστραβο αρχαϊκό χαμόγελο

σβήνει  χαμηλώνει

γίνεται λυπημένο emoji

το βλέμμα σκοτεινιάζει

θολώνει

οι ώμοι λιώνουν πέφτουν

μια καμπουρίτσα εμφανίζεται δειλά δειλά

ασήκωτη

τα πέλματα βουτηγμένα σε μαύρο βούρκο

αργοπεθαίνουν

αργούν τα χελιδόνια