19/4/23

Ραγιάδες





Αλλομίαν αούτη  την άνοιξη

Αλλομίαν[1]  αούτη [2]  η μύρα [3]  

Διαπερνά αναίμακτα οδυνηρά τα πάντα

Φτάνει στην ψυχή

Την πλημμυρίζει την παραλύει

με επώδυνη νοσταλγία

Πόνο τρυφερό

Παραπονιάρικο

Για αυτό που προσδοκά  

Και δεν ήρθε ούτε θε να ρθει




Φουντώνει η θλιμμένη ελπίδα

Περιμένει αγόγγυστα

Ακούραστα εμμονικά

Σιγομουρμουρά

Τραγούδι αγάπης τρανής

Πληγωμένης ανέφικτης

Ανάμεικτα αδιαίρετα η ζωή και ο θάνατος

Χορεύουν στριφογυρίζουν ευωδιάζουν



Ανθίζουν αμέριμνες ατρόμητες απτόητες

οι νεραντζιές

Κάθε χρόνο

Φορτωμένες με τα πικρόγλυκα άνθη τους 

Αφήνονται στο αεράκι

Τα μυρωμένα λευκά πέταλα

Στρώμα στρώνουν γαμοσέντονα

Στα λερά πεζοδρόμια

Ραίνουν τα φευγάτα όνειρα

Γυμνοί οι ύπεροι

Δειλά αχνοφαίνονται

Οι πικροί καρποί 



Αρωματίζεται η γειτονιά

Με ανοιξιάτικό άρωμα

Καλύπτει στιγμιαία

κάθε είδους δυσωδία

Πίκρα και πόνο

Χιονονιφάδες άσπρες άσπιλες απαλές

Λιώνουν προτού τις αγγίξεις






[1]  αλλομίαν, επιρ.: ξανά.

 

[2] αούτος ή αούτ’, αούτε, αούτον, αυτός, αυτή, αυτό.

 

[3] μύρα, η: η μυρωδιά.

 

16/4/23

Γιατί





Συννεφιασμένη Παρασκευή

Μεγάλη Παρασκευή

Ο ουρανός έτοιμος να κλάψει

Ησυχία στους δρόμους

Οι περισσότεροι έφυγαν

Σε ποικίλους προορισμούς

Κλειστά εξώφυλλα

Περιμένουν τους επίδοξους

Κλέφτες





Αργοκυλά η μέρα

Σιωπηλή καταθλιπτική

Μέρες γιορτών

Μέρες που μεγαλώνει η μοναξιά

Υπερίπταται

Ξεχωρίζει φαίνεται

Από όλη την πόλη

Αυτήν την επιθυμητή σφηκοφωλιά

Βάφεται με κόκκινο χρώμα

Κρύβονται οι μοναχικοί άνθρωποι

Σε πασχαλινές εξορμήσεις

Μέσα στο πλήθος των πιστών 





Γεμίζει ο χρόνος ευτυχώς

Μεγάλες οι ακολουθίες

Τα κεριά οι ψαλμοί οι εκπνοές

Ζαλίζουν χαλαρώνει το σώμα

Το άξενο πλήθος

Άθελα του δίνει

Προσωρινά την αίσθηση

Του ανήκειν

Και η ψυχή μεταξύ ύπνου και ξύπνιου

Στοχάζεται ένα παράπονο

Αγωνίζεται να βγει να ουρλιάξει

Πιέζεται καταπίνεται





Ευπρέπεια προ πάντως

Καραδοκεί υπομονητική η τρέλα

Το γιατί της μοναξιάς

Τριγυρνά στους άδειους βρώμικους δρόμους

Περιμένουν την δυνατή βροχή

Να καθαρίσει

Να απομακρύνει την λέρα  





 

9/4/23

Σταυρός





Τριγυρίζει ακούραστα

Δεν  εγκαταλείπει στιγμή

Τρώει τις σάρκες

Σιγά σιγά οδυνηρά

Τα κόκαλα σχηματίζονται καθαρά

στο βασανισμένο σώμα 

σιωπά για λίγο

και σκληρά πάλι φανερώνεται





ο πόνος έχει κυριεύσει τα πάντα

όλες οι  αμαρτίες του κόσμου

δεν σταθμίζουν τον ζόφο 

η απουσία του θεού

εμφανής

ποιος θεός

θα άφηνε το δημιούργημά του

αβοήθητο μόνο

ο θεός που προστάτευσε

το αδελφοκτόνο

σιωπά αδύναμος και αυτός

προς τον ανώφελο άδικο πόνο





αυτός που συγχώρεσε την πόρνη

τον ληστή τον τελώνη

απουσιάζει

στην τιμωρία χωρίς λόγο

πουθενά βοήθεια

κανένα χέρι δεν μπορεί

να σηκώσει αυτόν τον σταυρό

πλάκωσε το έρμο σώμα

ταφόπλακα

στον πάνω κόσμο

η κάθε λέξη παρηγοριάς

οξεία ακίδα σε γυμνό νεύρο

περιμένεις το θαύμα

περιμένεις τις σωστές λέξεις

που δεν έρχονται


 


1/4/23

εντάμαν

 




εντάμαν[1]

 


Βαριά ασήκωτα τα βήματα

Άρση βαρών

Σιγά σιγά προχωρούν

Στο βρώμικο γεμάτο παγίδες πεζοδρόμιο

Κάθε βήμα και μία νάρκη

Ένα αθεράπευτο πέσιμο

Κινούμενες πλάκες

Σκατά σκύλων

Parking  

Δέντρα

Σκουπίδια

Βιαστικοί διαβάτες

Άμυαλοι πλακατζήδες έφηβοι



Διασχίζει μία ζούγκλα

Το ηλικιωμένο ζευγάρι

Βαδίζει μαζί

Αχώριστο δεμένο

με αγάπη και γκρίνια

Πλησιάζει το τέλος

Ποιος πρώτος

Ποιος δεύτερος

Ασυμπλήρωτο κενό

Σκληρό θλιβερό



But η άνοιξη είναι εδώ

Ξεπροβάλλει χαρωπή

Ευωδιαστή ξέγνοιαστη

Μέσα από την στυφή

γεροντοκοριασμένη πόλη  

οι ανθισμένες νεραντζιές

γενναίες γενναιόδωρες

χύνουν την ελπίδα την σκορπούν

διώχνοντας την δυσωδία της πόλης

τα λευκά άνθη

αισιόδοξα καμαρώνουν

πλεγμένα με τα σκονισμένα πρασινωπά φύλλα



κοντοστέκεται

με δυσκολία κόβει

ένα ανθισμένο κλαδί

προσφορά άνοιξης

στο κορίτσι της νιότης του

στην συντροφικότητα των γηρατειών

στην κάλη [2] του

 

 




[1] μαζί

[2] κάλη, η: η σύντροφος, η αγαπημένη