πήρε ο χρόνος
την λαχτάρα την επιθυμία
το όνειρο
ιαματικό επίθεμα
η φιλεύσπλαχνος λησμοσύνη
άπλωσε το πέπλο της
καταπράυνε το κάμα
την αγωνία
έμεινε μια διακριτική νοσταλγία
ένα στραβοσβημένο χαμόγελο
ένας γλυκόπικρος πόνος
δειλά εμφανίζεται
όταν αλλάζει ο καιρός
αμίλητος
στέκει λίγο
γνέθει με ένα κιτρινισμένο
υγρό παλιομάντηλο
τα μάτια ασυγκράτητα
διαμαρτύρονται
γρήγορα σιωπούν
νεκρώνονται
απομακρύνεται αθόρυβα
κουρασμένα
τρεμοσβήνει η φλογίτσα
της πεινασμένης νοσταλγίας
δεν σβήνει δεν αναζωπυρώνεται
περιμένει υπομονετικά
in silence
στο ανιαρό καθαρτήριο