31/8/15

ερεβένινο βλέμμα



 











Με προσοχή σκούπιζε η
Old lady
Το δρόμο μπροστά
Από το σπίτι της
Παλαιές συνήθειες
Από λησμονισμένα
Πάντα παρόντα χωριά
Αναπάντητος ο χαιρετισμός
Maybe απροσδόκητος
Εθάρεσα ότι έμνε εις σο χωρίον μ
Μειδιώντας
Για την καλημέρα που έπεσε
Down
Συνάντηση με παράτυπο
Ρακοσυλλέκτη
Φιλάνθρωπα τα σούπερ μάρκετ
Διαθέτουν αφειδώς
Αφιλοκερδώς
Μεταλλικά τετράροδα
Μέσα για εξεύρεση
Θουρμουλίου[1] άρτου
Μετατρέπονται τα άχρηστα
Τα ανακυκλώσιμα
Πολύτιμα
Πηγή τροφής 
Επιβίωσης στον αφιλόξενο κόσμο
Μαύρος κατράμι πίσσα
κόλαση

Αντικαταστάθηκαν οι Ασιάτες
Με αφρικανούς
Φευγαλέα συνάντηση βλεμμάτων
Άγριο δυνατό αναιδές
Μπορεί και προκλητικό
Θαρραλέα υψώνεται
το ερεβένινο βλέμμα
Κατάματα κοιτά
Πείνα, δίψα, προσφυγιά,
Θάνατος, κυνηγημένα ζώα
Από θεούς ανθρώπους θηρία
Ατελείωτος τραχύς δρόμος
Με αχνό σίγουρο χαμόγελο
Maybe σανίδα σωτηρίας
Ανταλλαγή αναγκών
Ζεστό ψωμί
Και καθαρά σεντόνια
Βιαστικά απόστρεψε το βλέμμα
Χαμηλοβλεπούσα
Απομακρυνθεί ταχέως
Εχώθη στην ψιλοτακτοποιημένη
Ζωούλα της
Τράβηξε τον σύρτη
Κλείστηκε στην απατηλή ασφάλεια
Των εύθρυπτων τοίχων
Είχε να μαγειρέψει 









[1] θουρμούλ(ιν) = ψίχουλο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου