29/11/15

θνήσκων δούλος



Παλεύει σθεναρά ο
Πείσμων γερο Χειμώνας
Διπολικά τα σύννεφα
Αδιάκοπα συνεδριάζουν
λύεται η συνεδρίαση
απόφαση δεν παίρνουν
Γελάει ο ηλιάκος
Ζεσταίνει τις μαραγγουλιασμένες [1]ψυχές
Αναθάρρεμα
Για λίγο
Η φύση έξω σε καλεί
Στην θαλπωρή της μέρας
Ανάκατα
Χειμός[2] και πρωτάνοιξη
Γελούν παίζουν
Αμπάριζα
Ατελείωτες chores
Δύσθυμες ποζάρουν
Γελώ στα αλανιάρικα σύννεφα
Στον ήλιο που δεν βλέπω
Ακούω την ανάσα του
χαμνογελώ[3] στον άπιστο
που όλα του τα συγχωρώ
και πάντα τον περιμένω
να μου ζεστάνει την καρδιά
τον θνήσκων δούλο
να λαρώσει[4]  


[1] μαραγγουλάσιμον = λυπηρή έκφραση του προσώπου, σωματική χαύνωση

[2] χειμός =χειμώνας

[3] χαμνογελώ = χαμογελώ, υπομειδιώ

[4] λαρώνω = θεραπεύω, ιατρεύω, αναρρώνω

1 σχόλιο: