6/1/18

Τζιατού

 
Τζιατού[1]
Τον παλαιό καιρό
Ερχόταν ο κουρασμένος ιερέας
Ακάλεστος
Να αγιάσει το σπίτι
Ανοίγαμε
Έδιωχνε άραγε ο αγιασμός
Τα καινά και τα παλαιά δαιμόνια
Ήταν ένα έξτρα εισόδημα
Για τον ιερέα
Νέα ήθη τώρα
Οφείλουμε να καλέσουμε
Για να φύγουν
Τα ακούραστα καλικαντζαράκια
Παραμένουν κρυμμένα
Φοβισμένα
Κοιμούνται όλη την ημέρα
Τις νύχτες αλωνίζουν το σπίτι
Κάπου κάπου
Κάνουν καμιά σκανταλιά
Τους πιάνει η κακία
Χρόνια τώρα γίναμε συντρόφια
Κουράστηκαν και αυτά
Γεράσαμε
Αφήνω τον ήλο να
Μπει από τα σκοτεινά
Παράθυρα
Να διώξει την γεροντίλα
Και την σπαρίλα
I m coming my dearest sun
Πάρε με στην θερμή αγκάλη
Ζέστανε την αρρύθμιστη καρδία
And give me
A warm smile





[1] τζιατού =καλικάντζαρος, μεταφ. γυναίκα μοχθηρή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου