Ζεστός ο φθινοπωρινός ήλιος
Πασχίζει να τον δροσίσει
Ένα αεράκι τεμπέλικο
Οι φωνές των παιδιών
Αντιλαλούν βόμβος
πολυάσχολων μελισσών
τα ροζ κυκλάμινα
σκύβουν ταπεινά
δεν σηκώνουν κεφάλι
να αντικρίσουν
τον γελαστό ήλιο
αγχωμένες μητέρες
ετοιμάζουν το κυριακάτικο
φαγητό
φιλόστοργοι μπαμπάδες
παρακολουθούν με
αγάπη που ξεχειλίζει
τα παιδιά τους
αναχάπαρτα
το βλέμμα του την αντίκρισε
ο ήλιος ο τρελός
πύρωνε το κοιμισμένο σώμα
το αγέρι που έπαιζε κρυφτό
ο γαλανός ο ουρανός
διάλυε την σκέψη
κεραυνός εν αιθρία
το κορμί ξύπνησε
η καρδιά παλιό ρολόι
οι ήχοι απλώθηκαν ξεκούφαναν
ο νους μαγνητισμένος
ρουφήχτηκε
ο ίδρως κύλησε γρήγορα
η ζωή ξύπνησε
φούσκωσε
αναστήθηκε ακυβέρνητα το σώμα
το αίμα καλπάζει
οι φλέβες διογκώνονται
διαστέλλονται
ήθελε να φωνάξει
να διαλαλήσει την ευφορία
που τον πλημμύρισε
ταυτόχρονα ήθελε να κρυφτεί
να διαλυθεί
να μαζέψει τα εύφορα
σκορπισμένα κομμάτια του
ο ήλιος αλύπητα κορόιδευε
σταμάτησε η πλάση
σιωπή κυριάρχησε
αλλού
σε άλλο σύμπαν
φευγάτη μπάλα
τον τάραξε
το όνειρο εχάθη
πίσω στην reality
επιστροφή στην καθημερινότητα
άδειασμα
κενό σακί
το χέρι του μικρού
όαση
σανίδα στην αφηνιασμένη θάλασσα
όλα μουντά άψυχα θολά
άγευστο το φαΐ
η κουβέντα βοές στα αυτιά
θέλει να φύγει
και να μείνει
θέλει
τι να θέλει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου