Βολταρίζει ράθυμα
Το θλιμμένο φθινόπωρο
Πλημμυρίζει το πονεμένο κορμί
Με ηδύ παραλυτικό κρασάκι
Οι ευωδιές του μούτσου
Εισδύουν αθόρυβες
Στις σκοτεινές απόκρυφες
Ανεξερεύνητες σπηλιές
Του νου
Αναδύονται μελλοντικές εικόνες
Απλησίαστες
Νοσταλγεί το ανείπωτο
Το ανέφικτο
Το τυλίγει απαλά τρυφερά νεφέλη
Αόρατη απτή
Κοιτάζει τα ξεδιάντροπα ρόδια
Εκθέτουν ασύστολα
Τα ματωμένα σπλάγχνα τους
Ευωδιάζουν τα χνουδάτα κυδώνια
Λυγίζουν σιωπηλά τα κλαδιά
Διαστέλλονται τα εσπεριδοειδή
Αφυδατώνονται οι σταφίδες
Σε μοντέρνα αλώνια
Χλομιάζουν τα τρεμάμενα φύλλα
Παραδίδονται χωρίς αντίσταση
Αμίλητα ενδίδουν
Στο αναπόφευκτο τέλος
Χυμοί γουργουρίζουν ηδονικά
Μοθοπώρ[1] γλυκόπικρο
Αντιστέκεται σθεναρά στην πίκρα
Εκθετικά επιτίθεται
Αθόρυβη κραταιά
Περιμένοντας ηδονικό σιγανό
Πρωτοβρόχι
Να ξεπλύνει ασαφή όνειρα
Την τέφρα του καλοκαιριού
Τον ρύπο
Που σκεπάζει διαρκώς
Την ρημαγμένη πόλη
Να δροσίσει τις πυρωμένες πέτρες
Κουρασμένος ο ήλιος
Αποχωρεί βιαστικά
Έρχεται το σκοτεινό δείλι
Μορμυρίζωντας
Θρηνώντας τα φύλλα του φθινοπώρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου