21/1/24

The tree



ο χρόνος,

ο τρελός αέρας,

η βροχή,

τα αδιάφορα χέρια

ξεγύμνωσαν ανεπαίσθητα

το  φυλακισμένο δέντρο



έρημα τα κλαδιά

σπασμένα

λεηλατημένα

εκθέτουν αναγκαστικά

με αιδώ

τα απομεινάρια

τα φυλάγουν σαν

χαμένο θησαυρό



λίγα πενιχρά

κιτρινισμένα  φύλλα

απόμειναν

επιμένουν να σιγοτραγουδούν

να χορεύουν σπασμωδικά

άρρυθμα

στους ασαφείς ήχους

ενός εξαίσιου αοράτου οργάνου



οι ρίζες φιμωμένες καρφωμένες

στεγνώνουν αδιαπέραστες

κελαρύζει δίπλα

καθαρό γάργαρο

το απρόσιτο νερό

και ο ήλιος αχ ο ήλιος

ψηλά πολύ ψηλά

αδυνατεί

να χουλένει[1]

να αναπυρώσει 

την φλόγα



σβήνει

τρεμοπαίζει

αδύναμη χλωμή

παρατημένη

μοναχική





[1] χουλένω, ρ.: ζεσταίνω / χουλέν = ζεστό,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου