27/6/24

ρόδινο



ώρες ώρες

αναβλύζει

η χαμένη

ανομολόγητη αγάπη

έρχεται απροσκάλεστη

θάλασσα ήρεμη λικνιστή

σε πλημμυρίζει

λιώνουν τα σωθικά

από την γλυκεία θέρμη

όμορφο ευωδιαστό λουλούδι

ανθίζει απλώνεται



και ο φόβος σε κατακλύζει

να μην χαθεί

να μην πάθει κάτι

να υπάρχει

καρδιοχτυπά η καρδιά

για την πιθανή απώλεια

απλώνεις τα τρεμάμενα χέρια

να αγκαλιάσεις

να προστατεύσεις

την εύθραυστη αγάπη 



το στόμα σφικτό βουβό

δεν βρίσκει λέξεις

να περιγράψεις

πόνος και ελπίδα

μαζί

μουχτεράκι

πάντα ρόδινο

ήσυχο μωρό 



θάμπωμα



θολή η μορφή  

στην γερασμένη θυροτηλεόραση

ήλιος λαμπρός

στο κουρασμένο μυαλό

at last ήρθε

επελαύνει το αμερικάνικο  ιππικό

την ύστατη στιγμή

νικά τους αιώνιους κακούς

ο από μηχανής θεός

Arrived

Unexpectedly

χωρίς μαγικό ραβδάκι

δίνει την πολυπόθητη λύση



όταν η κουρελιασμένη hope  

αφέθηκε να σβήσει

αβοήθητη

να εξαφανιστεί

οι χθόνιοι φθονεροί θεοί

θέλησαν να ελεήσουν

να κάνουν το θαύμα

παίζουν ακούραστοι

τα βρώμικα παιχνίδια τους



βαριούνται πάνω

στα νεφελοσκεπή ψηλά βουνά

θολώνουν την όραση

των αναξιοπαθών ψυχών

κάνουν την νύχτα μέρα

πεταλούδες

καρφιτσωμένες αργοσαλεύουν

αφήνονται

στο όνειρο

παίγνια των βαριεστημένων θεών 



10/6/24

σύντηξη και σχάση



καυτός ο ήλιος

εξαχνώνεται ακούραστα

ο ιδρώτας ρέει

υφάλμυρα κορόμηλα

κατρακυλούν

αβίαστα

αδιάκοπα

εξατμίζονται

στα πυρωμένα κορμιά

η πόλη αχνίζει

φλεγόμενη βάτος

τα μπετά ακίνητη λάβα

οι πόροι ανοίγουν ασυγκράτητοι 

αποχαύνωση



τα σώματα διαστέλλονται

αποκαμωμένα γυρεύουν

δροσάτες σκιές

απροσδόκητα

οι επιθυμίες φουντώνουν

πεταλουδίτσες

τρέχουν

με ταχύτητα

να προσκρούσουν

στο απατηλό φως

να καούν

να διαλυθούν



οι γυναίκες

έφηβες νέες μεστωμένες

φωτιά

καλυμμένη

ημίγυμνη

σκορπούν ευωδιές

ερωτικές ασίγαστες

μυστικές

τα μάτια καρφώνονται

απείθαρχα

στην  κοχλάζουσα σιωπηλά σάρκα

αλλάζουν αγχωμένα κατεύθυνση

όλα ρίχνουν λάδι

συνδαυλίζουν

την αθέατη  φωτιά



νωθρότητα υπερδιέγερση πόθοι

συμπλέκονται

αγωνίζονται

χάνονται

λιώνουν

οράματα τρομερών

συντήξεων  σχάσεων

ταλανίζουν

τις άμοιρες αποκαμωμένες  ψυχές



 

7/6/24

εβόρα

εβόρα[1]

το δύσθυμο θυμικό

επανέρχεται ακούραστο

καραδοκεί  υπομονετικό

ορμά με την πρώτη ευκαιρία




υπερισχύει

εγκαθίσταται κραταιό

βρωμίζει τα πάντα

με τέχνη βασιλεύει

ανώφελος αγώνας

Λερναία Ύδρα

μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει

εφορμά

ανίκητο



σκαιή σκιά

ακολουθεί

μουρμουρίζοντας

μυρμυρίζοντας

λίγο ντι ντι τι  

να εξολοθρευτεί

και να μας εξολοθρεύσει

 




[1] εβόρα, η: η σκιά

4/6/24

απόχαρα



απόχαρα [1]

 


θέλει να της κλείσει το στόμα

να παύσει να μιλά

να την διαπεράσει

να την διαλύσει

τον προκαλεί

το σκοτεινό βλέμμα της

ειρωνικό χαμογελαστό

μια υποψία πρόκλησης

στριφογυρίζει διαρκώς



ισχυρό κράμα συναισθημάτων

μίσους πόθου επιθυμίας

περιφρόνησης

αναμειγνύονται

ανακατεύονται

παλεύουν

διαρκής αγώνας

με ήττες και νίκες

ακαθόριστα όλα

μπερδεύονται

γόρδιοι δεσμοί



βράσει η επιθυμία

την νοιώθει

σε όλα τα μεσόκοπα κύτταρα

ξυπνά το βραδυκίνητο αίμα

Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής

αλλά το σώμα του

δεν υπακούει

ανίκανο αδύναμο

τον βασανίζει

φθίνει

η νιότη εδέβε

αδιάφορη σκληρή

γρήγορα εγκατέλειψε



μένουν οι αναμνήσεις

καβαλάρης

επιβήτορας

ακούραστος επικονιαστής

αφρίζει

για αυτά που έχασε

που δεν θα έρθουν

γελούν τα ανέμελα κορίτσια

ώριμα πορφυρά ανοικτά ρόδια

που δεν μπορεί να τα γευτεί

φθονεί αυτούς

που χώνουν τα άπληστα στόματα

τους γλυκούς καρπούς

ζουμερούς ευωδιαστούς



συμβιβάζεται στο ταίρι του

ευγενικός καλότροπος

προσπαθεί να είναι

ο καλός σύντροφος

ο πολιτισμένος

πάντα σε  εγρήγορση

να μην δραπετεύουν

οι πικροχολίες οι ματαιώσεις

οι κακίες   



ζεμένος πιεσμένος

το μόνο που θέλει

που επιθυμεί διακαώς

είναι να τρέχει ελεύθερος δυνατός

στον άγριο άνεμο

σε ανθισμένα ανοιξιάτικα λιβάδια

σε ξερά καλοκαιρινά χωράφια

αφηνιασμένο ασυλλόγιστο

νεαρό πουλάρι

οσφρίζεται από μακριά

τους χαρωπούς διαθέσιμους  οίστρους



But unfortunately

ένας γερασμένος απογοητευμένος Πάνας

απαρηγόρητος

κλαίει βουβά πικρά μοναχικά

 




[1] ή αποχαρά, η: ματαίωση γάμου, απογοήτευση.