4/6/24

απόχαρα



απόχαρα [1]

 


θέλει να της κλείσει το στόμα

να παύσει να μιλά

να την διαπεράσει

να την διαλύσει

τον προκαλεί

το σκοτεινό βλέμμα της

ειρωνικό χαμογελαστό

μια υποψία πρόκλησης

στριφογυρίζει διαρκώς



ισχυρό κράμα συναισθημάτων

μίσους πόθου επιθυμίας

περιφρόνησης

αναμειγνύονται

ανακατεύονται

παλεύουν

διαρκής αγώνας

με ήττες και νίκες

ακαθόριστα όλα

μπερδεύονται

γόρδιοι δεσμοί



βράσει η επιθυμία

την νοιώθει

σε όλα τα μεσόκοπα κύτταρα

ξυπνά το βραδυκίνητο αίμα

Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής

αλλά το σώμα του

δεν υπακούει

ανίκανο αδύναμο

τον βασανίζει

φθίνει

η νιότη εδέβε

αδιάφορη σκληρή

γρήγορα εγκατέλειψε



μένουν οι αναμνήσεις

καβαλάρης

επιβήτορας

ακούραστος επικονιαστής

αφρίζει

για αυτά που έχασε

που δεν θα έρθουν

γελούν τα ανέμελα κορίτσια

ώριμα πορφυρά ανοικτά ρόδια

που δεν μπορεί να τα γευτεί

φθονεί αυτούς

που χώνουν τα άπληστα στόματα

τους γλυκούς καρπούς

ζουμερούς ευωδιαστούς



συμβιβάζεται στο ταίρι του

ευγενικός καλότροπος

προσπαθεί να είναι

ο καλός σύντροφος

ο πολιτισμένος

πάντα σε  εγρήγορση

να μην δραπετεύουν

οι πικροχολίες οι ματαιώσεις

οι κακίες   



ζεμένος πιεσμένος

το μόνο που θέλει

που επιθυμεί διακαώς

είναι να τρέχει ελεύθερος δυνατός

στον άγριο άνεμο

σε ανθισμένα ανοιξιάτικα λιβάδια

σε ξερά καλοκαιρινά χωράφια

αφηνιασμένο ασυλλόγιστο

νεαρό πουλάρι

οσφρίζεται από μακριά

τους χαρωπούς διαθέσιμους  οίστρους



But unfortunately

ένας γερασμένος απογοητευμένος Πάνας

απαρηγόρητος

κλαίει βουβά πικρά μοναχικά

 




[1] ή αποχαρά, η: ματαίωση γάμου, απογοήτευση.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου