ήγγικεν η ώρα
και ζητά ανώφελα τα εαυτής
στέρεψε η αγάπη
εξαντλήθηκε
δόθηκε απλόχερα
γενναιόδωρα
στράγγισε
χωρίς πηγές ανεφοδιασμού
έγλυψε λαίμαργα
για λίγη υγρασία
τις λιγοστές
πρωινές δροσοσταλιές
ισορροπούν διστακτικές
στα λιγοστά πράσινα φύλλα
χάθηκαν και αυτές
στην τρομερή ανομβρία
ξηρασία απλώθηκε
άγρια βασανιστική
η καρδιά
συρρικνωμένο πέτσινο σακούλι
άδειο πικρό
σκληρό άκαμπτο
πάλλεται μηχανικά
ακανόνιστα
αγιάτρευτη
κουρασμένη
παρατημένη
πονεμένη
αναζητεί μάταια
την περασμένη ζωντάνια
τα εύχυμα σαρκώδη νιάτα
τα γεμάτα απατηλές
ανεκπλήρωτες προσδοκίες
επιθυμίες
τότε που φάνταζαν
απτές κοντινές
χάθηκαν
διαλύθηκαν
εύθρυπτα κιτρινισμένα
φθινοπωρινά φύλλα
πεταμένα
σε ρυπαρά ανόσια πεζοδρόμια
τρίζουν συνθλίβονται
από αδιάφορες σόλες