26/2/18

Ανεμοβρέχη


Ανεμοβρέχη[1]
Βρέχει ο αγέρας
Χορεύει την βρεχή
Τα φύλλα παραδίδονται
στην δίνη
τα άμοιρα πουλάκια
απέμειναν βουβά
ακούν με δέος
το νερό να λαχανιάζει
τρίβουν συλλογισμένα
τα χέρια τους οι μύγες
μελαγχολικές
διπολικός ο Κούντουρος
δεν ξέρει να διαλέξει
την χαρωπή την Άνοιξη
ξυπόλητη να  σκορπίζει
όπου βρει το
ανθισμένο βιος της
μαγεύεται την ακολουθεί
σαν ερωτευμένος γάτος
κι ύστερα θυμώνει
νευριάζει την απαρατεί
συμμαχεί
με γέρικο Χειμώνα
απλώνει τις υγρές του
αγκάλες
σκεπάζει τον αφημένο ήλιο
με μύρια παπλώματα
σκαιά
ποτάμια δάκρυα
απελπισμένες κραυγές
σκορπίζουν στον αιθέρα
ξεμαλλιάζονται οι αμυγδαλιές
ροδόχροα άνθη κείτονται
νεκρά
στο λασπωμένο χώμα
μικρά άνθη υπομένουν
σιωπηλά
την άγρια μανία
κτυπιέται ο ρύπος
της τσιμεντένιας πόλης
θολά ποτάμια
τρέχουν τρελά
αδιάβατοι οι δρόμοι
οι πικραμένοι homeless
μαζεύουν τα διαλυμένα στρώματα
ανέλπιδα γυρεύουν
νεδέρος[2]
από τα χρόνια τα παλιά
ζεστή στεγνή γωνιά
κούπα να αχνίζει
χέρι στοργικό
ασπίδα που νικά
κοινωνία και φύση



[1] ανεμοβρέχη =ανεμοστρόβιλος με ραγδαία βροχή

[2] νεδέρος =μέρος όπου καταφεύγουμε για προφυλαχτούμε από τη βροχή


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου