6/10/18

Βορκού


Βορκού [1]




Καταραμένε χρόνε
Κόλλησες σα στρείδι πάνω μου
Ασχημονείς
Εισδύεις στο μυαλό μου















Στο σώμα μου
Εκδύεις ανελέητα την άμυνα
Βδελυρή γλίτσα
Σέρνεσαι ύπουλα
Αγάλι αγάλι
Καλύπτεις τα πάντα
Ότι γόνιμο καταστρέφεται















Ανεπαίσθητα
Ανώφελη γκρίνια
Αναδύεται
Κοχλάζει ξαπλώνεται
Ορατή η μούχλα
Η στάχτη αόρατης λαίλαπας
Η οσμή κλειστών υγρών
Εγκαταλελειμμένων οικιών
Ακολουθεί παντού
Παλιά ανήλια πόλη
Αναδύεται
Με βρωμερά σοκάκια
Ρυτιδιασμένες μάσκες
σέρνονται μοναχικές
πώς να το κάνω λίγο αισιόδοξο
ας το αφήσω
έτσι μαύρο και άπλυτο
ας δουλιάσω [2]


[1] βορκού =νωθρή, τεμπέλα

[2] δουλιάζω =ασχολούμαι με εργασία


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου