Κουβαλώντας όλη την θλίψη της γης
Το βλέμμα stare στην αχανή πόλη
Χωρίς να την βλέπει
Σκέφτεται το λευκό μέλλον
Αναπολεί το μακρινό παρελθόν
Τα νιάτα που έστυβε με τα χέρια
Την πέτρα
Τότε που υπήρχε
Ήταν κάποιος
ορατός
Φύγανε όλοι
Άδειασε η ζωή
Ήρθε το locκdown
Για να ξεχειλίσει το θολό ποτήρι
Και οι υποτυπώδεις συναναστροφές
Αποκλείστηκαν
Ευπαθείς ομάδες σε αόρατα κελιά
Χριστούγεννα μοναχικά
Αναρωτιέται που έκανε το λάθος
Δεν βλέπει τα χαδιάρικα συννεφάκια
Στριφογυρίζουν ανέμελα
Στον γαλανό ουρανό
τον χορό των φύλλων
Αρνούνται να απογαλακτιστούν
Δεν ακούει
Το μοιρολόι τους καθώς αφήνουν
Για πάντα τα κλαδιά
Τα πουλιά που τιτιβίζουν
Χαρούμενα αδιάφορα
για το σκοτεινό αύριο
οι παρέες τα ζευγάρια
οι περπατητές
μύριες αθέλητες πικρές σαϊτιές
στο πληγωμένο πονεμένο σώμα
κλεισμένος στον αδιαπέραστο
εαυτό του πνίγεται
στο απόλυτο κενό
περιμένει,περιμένει, περιμένει
νουνίζει[2]
νουνίζει
νουνίζει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου