27/12/20

νούνισμα

 



νούνισμα[1]

Κουβαλώντας όλη την θλίψη της γης

Το βλέμμα stare στην αχανή πόλη

Χωρίς να την  βλέπει

Σκέφτεται το λευκό μέλλον

Αναπολεί το μακρινό παρελθόν

Τα νιάτα που έστυβε με τα χέρια

Την πέτρα

Τότε που υπήρχε

Ήταν κάποιος

ορατός

Φύγανε όλοι

Άδειασε η ζωή

Ήρθε το locκdown

Για να ξεχειλίσει το θολό ποτήρι

Και οι υποτυπώδεις συναναστροφές

Αποκλείστηκαν

Ευπαθείς ομάδες σε αόρατα κελιά

Χριστούγεννα μοναχικά

Αναρωτιέται που έκανε το λάθος

Δεν βλέπει τα χαδιάρικα συννεφάκια

Στριφογυρίζουν ανέμελα  

Στον γαλανό ουρανό

τον χορό των φύλλων

Αρνούνται να απογαλακτιστούν

Δεν ακούει

Το μοιρολόι τους καθώς αφήνουν

Για πάντα τα κλαδιά 

Τα πουλιά που τιτιβίζουν

Χαρούμενα αδιάφορα

για το σκοτεινό αύριο

οι παρέες τα ζευγάρια

οι περπατητές

μύριες αθέλητες πικρές σαϊτιές

στο πληγωμένο πονεμένο σώμα  

κλεισμένος στον αδιαπέραστο

εαυτό του  πνίγεται

στο απόλυτο κενό

περιμένει,περιμένει, περιμένει

νουνίζει[2]

νουνίζει

νουνίζει



[1] νούνισμα =σκέψη, συλλογισμός

 

[2] νουνίζω =σκέφτομαι, συλλογίζομαι

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου