18/3/24

πένθιμο νηπενθές



αναχάπαρα [1]

η μυρωμένη μαχαιριά

διαπέρασε τα πάντα έφτασε απτόητη

στην καρδιά της καρδιάς

έχυσε γλυκό πονεμένο δηλητήριο

παράλυσε το φθαρτό σαρκίο

αγιάτρευτη πληγή

η μυρωδιά των πενθίμων νηπενθών

ανάλαφρη αιχμηρή εύστοχη




νόστος

για άγνωστη πατρίδα

μακρινή επιθυμητή

απρόσιτη

νοσταλγία για τα ανείπωτα

τα άβατα τα απραγματοποίητα

αθώα άυλη  ύπουλη

διακριτική

πένθιμο νηπενθές[2]

ακούραστο επανέρχεται

με τα χαρούμενα χελιδόνια

σκορπά πάντα ανεκπλήρωτες

τρυφερές υποσχέσεις



λευκά μυρωδάτα άνθη

στολίζουν σαρκαστικά άπονα

μαραμένες νύμφες ανύμφευτες

που προσδοκούν ακούραστα

το φευγάτο οδυνηρό όνειρο

της παντοτινής αγάπης

παραμελημένα βρώμικα πεζοδρόμια

ραίνονται

για λίγο με ανθισμένους ελπιδοφόρους  τάπητες

ο νεφώδης αέρας υποκύπτει

αρωματίζεται με  μεθυστική μύρα

στυφοί καρποί αναδύονται

μουδιάζουν χείλη γλώσσα και καρδιά





[1] αναχάπαρα, επιρ.: ξαφνικά.

[2] νηπενθές  που διώχνει τη λύπη΄

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου