21/7/14

Ανασπάλεμα[1]




O χρόνος ο φίλος μου
Και ο εχθρός μου
Εξαϋλώνει την κάποτε
Επιθυμητή παρουσία σου
Σάρωνε  το vulnerable  κορμί
Η σεισμική θύμηση σου
Αφύπνιζε τις αισθήσεις
Οι συσπασμένοι μύες του προσώπου
Χαλάρωναν ενδοτικοί
Ακυβέρνητο μειδίαμα
Στα στεγνά χείλη
Το σώμα έλαμπε από προσμονή,
Χόρευαν μεθυστικό χορό
Τα σπλάχνα
μύρα, ευωδιές  γενναιόδωρα
Ανάβρυζαν
Ζωτικό ύδωρ δρόσιζε τους βλεννογόνους
Υγρά τα πονεμένα μάτια
Τρυφερή υπομονετική ματιά
Στην άσπλαχνη ζωή
Ενεγκάστε απόκαμε
Η ασίτιστη λατρεία
μανία
Μυρίων μαινάδων
Ούρλιαζε σιωπηλά
να σε κατασπαράξει
να συνθλίψει
το αδιάφορο προσωπείο
πόνος μεσαιωνικής μοιρολογίστρας
οι ερυθρές παρειές της θύμησης σου
κόκκινες
από αυτόχειρα ματωμένα νύχια
ξέσκιζα
μάτωνα τα εγκαταλελειμμένα στήθη
οδυρμός
ηθελημένη αλωπεκία
θρήνος
κουφάρι  κούφιας αγάπης
χείμαρροι δακρύων
ανεπαρκείς για εξαγνισμό
το νερό της λήθης
παλεύει με την Μνημοσύνη
at last το νεκρικό
παγωμένο σεντόνι
κάλυψε τα πάντα
ανδρείκελο
το μουμιοποιημένο σώμα
κοιτά με θλίψη
το αβυσσαλέο άηχο
freeze vacancy   
ενίοτε
ανακατεύει τη μνήμη
άγνωστη νεκρική μορφή
διαβάτης ξένος
στους πολυπληθείς δρόμους
αντικείμενο
λανθάνουσας άνοιας



[1] ανασπάλω = ξεχνώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου