12/11/14

κεράκι



Καίει το μεστωμένο κεράκι
Υψώνεται λαμπερή
Η ύστατη φλογίτσα
Λιωμένος transform
Ο σπαταλημένος βίος
Δε υπάρχει καιρός
Για το ευτελές σαρκίο
Γαντζώνεται
Στα κοφτερά βράχια
Με όλη τη εναπομείνασα
Strength
Χάσκει αδιάφορος ο γκρεμός
Στολισμένος με νηπενθή[1] άνθη
Η στέρεα γη  
Μη οικοδομήσιμο  τετράγωνο
Ποθητή και μακρινή
Να πατήσουμε γερά
Να στυλωθεί το σώμα
Ελεύθερο χαρωπό
Ψηλά το βλέμμα
Αντάμα με γαλάζιους ουρανούς
Τρέχουνε χαρούμενα
Τα νεαρά παιχνιδιάρικα νέφη
Ζωή πικρή γλυκάδα 
φθινοπωρινό ζεστό πετιμέζι
ζεστό ψωμί
ανθρώπινα σκληρά χέρια


[1]

νηπενθές το: (βοτ.) εντομοφάγο φυτό που ευδοκιμεί στις τροπικές χώρες.
[λόγ. < γαλλ. népènthes (στη νέα σημ.) < λατ. nepenthes `φυτό που ο χυμός του διώχνει τις έγνοιες΄ < αρχ. νηπενθές `κτ. που διώχνει τη λύπη΄]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου