24/6/18

Η γυνή αυτού



Η δε γυνή περιβλέψασα όπισθεν έγεινε στήλη άλατος
 
Η μυρωδιά της καμένης σάρκας
Ο ξερός αέρας έκοβε την ανάσα
Τα ουρλιαχτά τρύπαγαν οδυνηρά
τους ακουστικούς πόρους
τα μάτια ανάβλυζαν ακυβέρνητα
έτσουζαν έκλειναν
καυστικά ποτάμια
κόλλαγαν  στο ανυπεράσπιστο σώμα
ο πόνος αμιγής παντοδύναμος
κυρίαρχος
οι ηθικοί άφηναν πίσω τους
ανυποψίαστους αμαρτωλούς
Έστρεψε να δει την πόλη που άφηνε
Τις γειτόνισσες που έπλεκαν μαζί
Σιγοτραγούδαγαν τα πορφυρά δειλινά
Ανώνυμη χαμένη  σιωπηλή
Τα νήπια που έπαιζαν αμέριμνα
Τα ερωτευμένα μάτια
Που μίλαγαν σιωπηλά
Οι φωνές στην αγορά
Ο ήχος των προβάτων
Που έβοσκαν ειρηνικά
Τα τραγούδια του τρύγου
Τα κλάματα των νεογέννητων
Τα βογκητά της λεχώνας
Η κόρη με την στάμνα
Να κουβαλά νερό
Ο ενάρετος  σύζυγος
Προσφέρει δύο θυγατέρας αίτινες
δεν γνώρισαν άνδρα
και μπροστά
σπηλιές
ο πατριάρχης
προσφυγιά
ηχώ φλεγόμενων  ουρλιαχτών
ανύμφευτες  θυγατέρες
πλαγιάζουν με αμέτοχο
μεθυσμένο πατέρα
γυρνά με θάρρος
δεν εγκαταλείπει 
την πόλη που έζησε
θέλει να ξέρει
μαζί με τους άλλους
ας χαθεί
ας διασώσει την ζωή του ο Λωτ
ο αγαπημένος ανιψιός

δεν μπορείς γυρνάς αναζητάς
την fake αγάπη
κάθε φορά
γίνεσαι πονεμένη στήλη άλατος
βρέχεσαι με  
πυρ και θείο
κάθε φορά
γυρίζεις
γνωρίζοντας
το τέλος
αναζητώντας μάταια
το πονεμένο
άχρηστο όνειρο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου