12/6/18

Πυκνοκούτερμαν


Πυκνοκούτερμαν[1]
Προσδοκούσε
Όπως άλλοι προσδοκούν ένθερμα
Ανάσταση νεκρών
Προσδοκούσε ανάσταση
ψυχής και σώματος
Επί αυτής της γης
Απέμεινε να περιμένει
Ψάχνοντας τον σωστό
Τρόπο προσέγγισης
Τα μάτια το σώμα
Έλεγαν σεμνά άδολα
Την Άρρητη αθώα επιθυμία
Υπήρχε καιρός
Άκαρποι κόποι
Απέμεινε στο περιθώριο να ελπίζει
Είδε να χάνεται η ευκαιρία
Το ποθητό ταίρι
Έπλευσε σε άλλους γιαλούς
Χαρούμενος εύθυμος
Εύμορφος και άπιαστος
Αρμενίζει μακριά της
Δεν χάνεται από τον ορίζοντα
Αυτά που ήλπιζε
Αυτά που έβλεπε
Στα ζωντανά πολλά υποσχόμενα μάτια
δίδονται
Με απλοχεριά
Σε αλλότρια αντανάκλαση
Ανάλαφρη η θλίψη της χαϊδεύει
Τα όμορφα μαλλιά
Εισδύει απαλά
Κυριαρχεί
Στην άβυσσο της ψυχής
Σκορπίζεται παντού
Σπαράζει το κορμί
Τα δυνατά χέρια
Ψηλαφίζουν με πόθο
Άλλο παραπονιάρικο δέρμα
Εχάθη ο σύντροφος
Ασυγκράτητα κυλούν τα δάκρυα
Για την αγάπη που κούρνιασε
Αθώα σε άλλη αγκαλιά


[1] πυκνοκούρτεμαν =καταπίνω συχνά, συγκρατώ τον εαυτό μου ώστε να μην ξεσπάσω σε δάκρυα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου