1/11/20

Κόφλος

 







Έβλεπε από ψηλά

την απέραντη

Τσιμεντένια μυρμηγκοφωλιά

Τόσοι άνθρωποι

Και αυτή πνιγμένη

Μέσα στην αρρώστια

Τα γηρατειά την μοναξιά

Ακλόνητοι πύργοι της Βαβέλ

Υψώνονται διαρκώς

Δεν υπάρχει κοινή γλώσσα

Κοχλάζει η ζωή μέσα της

Η επιθυμία να ζήσει να δουλέψει

Να αγαπήσει και να αγαπηθεί

Να δει και να ιδωθεί

Άγρια κραυγή αναχάπαρα[1]

Ξέφυγε από τα φυλλοκάρδια της

Μαινάδα χωρίς  τον εύθυμο θεό

Συντροφιά

Να ακουστεί στις παρυφές

του άσπλαχνου σύμπαντος

να το ταρακουνήσει

είμαι εδώ ζωντανή

να πνίξει Μήδεια τον αδυσώπητο χρόνο

αυτό το γερασμένο αιωνόβιο

μωρό με το σαρκαστικό του μειδίαμα

ρόδινες ελπίδες τα κυκλάμινα

στολίζουν το σοφό βουνό

αμίλητα σκυφτά πάντα

δέχονται την μοίρα τους

κοιτώντας την διψασμένη γη

θα τα δεχθεί

στον άνυδρο αδηφάγο κόφλο[2] της

 

 



[1] αναχάπαρα =απροόπτως, ξαφνικά

 

[2] κόφλος =στήθος, αγκαλιά

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου