28/4/24

χαψί






Βάια βάια το βαϊ,
τρώμε οψάρα και χαμψίν
και τ’ απάν την Κερεκήν
τρώμε βούτορον, τυρίν

 




ομύρισαν τα χαψία[1]

αλευρωμένα τηγανητά

σκόρπισε η μύρα

στην μικροαστική άοσμη  γειτονία

αναδύθηκαν απροσκάλεστες  

oi πονηρές πολύ μακρινές

memories

αροθυμία 

Cozy feelings

home





σαραντάημερα

αγωνιζόμενης νικημένης νηστείας

χαψία

μικρά φθηνά

θαλπερά

άτομα

γυαλιστερά μοναχικά

ατίθασα

γλιστράνε  προς την ελευθερία

αιχμάλωτα



τσιτσίριζαν  στο καυτό λάδι

σώπασαν

μετατροπή

μάζα τραγανή

ομογενής

χρυσομπράουνη  

καλοφάγωτη



παιδικές αναμνήσεις

γεμάτες απατηλές προσδοκίες

γεμίζει η καρδιά

από έθρυπτες άπιαστες

παλιές ξεθωριασμένες εικόνες

χάνονται σβήνονται

οσμές επιθυμίες προσδοκίες

διαλύονται

στην ανεπιθύμητη αφρικανική σκόνη



 



[1] χαψία, τα: ψάρια μικρά, γαύρος < (τουρ) hamsi. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου