2/7/15

πατούρεμαν



Δριμεία η σιωπή
στέξιμον[1]
Δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί
Κοινή νεκρή  γλώσσα
Αφοπλισμένες οι λέξεις
Λεηλατήθηκε ότι ήταν εφικτό
Αρπάχθηκε λαίμαργα
Βουλαιμικά
Βιαστικά
Ιδιοτέλεια
Μαίνεται ο τυφώνας
Στο πέλαγος της αγωνίας
Παλεύει το δειλό εγώ
Να πιαστεί
από σωτήρια σαθρή σανίδα
γέφυρα ο έτερος
σωσίβιο
λυτρωμός
απελπισμένο πατούρεμαν[2]
ποιος θα επιπλεύσει;



[1] στέξιμον = το να στέκεται κανείς αργός, χωρίς να κάνει τίποτα, παραμονή

[2] πατούρεμαν = βυθίζω, μεταφ. φέρω κάποιον σε κατάσταση χρεοκοπίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου