θυμητικόν[1]
θυμητικόν[1]
Η κατανάλωση ωών
Ουδόλως εβοήθησε στην
Ολοένα αποχωρούσα μνήμη
Νικηφόρα η λήθη
Αθόρυβα σιωπηρά κραταιά
Διαχέεται στο vulnerable
Υπέδαφος
Διαβρώνει ότι έχει απομείνει
in spite of all
η αντίπαλος μνημοσύνη
σε έχει πάρει υπό την προστασία της
νικήτρια στα σημεία
γυρισμός
στο ίδιο σημείο
η ανερμάτιστη αγάπη
επιπλέει
στην θολή λίμνη
της λήθης
γυμνή η μνημοσύνη
Float
Πιτάζει[2]
Αμόν κατσά[3]
Κόλλησε
Στο επιθυμητό γιάριν[4]
Υπάκουος σκλάβος
Αγανακτία[5]
Υποκύπτει
Ανίσχυρη νικημένη
Η λήθη
[1] θυμητικόν = μνημονικό, μνήμη
[2] πιτάζω =κάνω θελήματα, διατάζω, προστάζω
[3] κατσά =κιλίμι από μαλλί συμπιεσμένο, αμόν κατσά
( γι΄ άνθρωπο συνήθως παιδί, που προσκολλάται εις άλλον επιμόνως και δεν θέλει
να απομακρυνθεί )
[4] γιάριν = αγαπητό πρόσωπο
[5] αγαναχτία = η υπερβολική κόπωση του σώματος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου