19/7/15

θυμητικόν



θυμητικόν[1]
 















θυμητικόν[1]
Η κατανάλωση ωών
Ουδόλως εβοήθησε στην
Ολοένα αποχωρούσα μνήμη
Νικηφόρα η λήθη
Αθόρυβα σιωπηρά κραταιά
Διαχέεται στο vulnerable
Υπέδαφος
Διαβρώνει ότι έχει απομείνει
in spite of all
η αντίπαλος μνημοσύνη
σε έχει πάρει υπό την προστασία της
νικήτρια στα σημεία
γυρισμός
στο ίδιο σημείο
η ανερμάτιστη αγάπη
επιπλέει
στην θολή λίμνη
της λήθης
γυμνή η μνημοσύνη
Float
Πιτάζει[2]
Αμόν κατσά[3]
Κόλλησε
Στο επιθυμητό γιάριν[4]
Υπάκουος σκλάβος
Αγανακτία[5]
Υποκύπτει
Ανίσχυρη νικημένη
Η λήθη



[1] θυμητικόν = μνημονικό, μνήμη

[2] πιτάζω =κάνω θελήματα, διατάζω, προστάζω

[3] κατσά =κιλίμι από μαλλί συμπιεσμένο, αμόν κατσά ( γι΄ άνθρωπο συνήθως παιδί, που προσκολλάται εις άλλον επιμόνως και δεν θέλει να απομακρυνθεί )

[4] γιάριν = αγαπητό πρόσωπο
[5] αγαναχτία = η υπερβολική κόπωση του σώματος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου