11/9/24

εξωπότιν

 εξωπότιν[1]



πασχίζει απεγνωσμένα

να κρατήσει την άτιμη νιότη

την εξουσία

την αναγνωρισιμότητα

το κύρος πριν την συνταξιοδότηση

μάταια

τα βαμμένα μαλλιά

τα καλά κουστούμια

οι περιποιήσεις

perhaps και τα botox



δεν μπορούν

να ανακόψουν την κατηφορική πορεία

σπρώχνεται αναγκαστικά

με κάποια ευγένεια

ορατά αόρατα

στο αβυσσαλέο περιθώριο



άλλοι νέοι ελπιδοφόροι

έρχονται στο προσκήνιο

ατρόμητοι ακατάδεκτοι

λάμπουν χωρίς

μεγάλη προσπάθεια

παίρνουν τους πρωταγωνιστικούς

ατελείωτους ρόλους

όλα τα φώτα

στρέφονται πάνω τους

το κοινό τους αποθεώνει

τους χειροκροτά

περιμένοντας βέβαια

κάτι από την ηγεμονία

από το φως της εξουσίας



όμως είναι ορατοί

από παντού

στο κέντρο της  σκηνής

τα κουστούμια

εφαρμόζουν τέλεια στα

κορμιά

μιλούν και ακούγονται

ότι και να πουν

είναι σωστό

κι αυτός

στην άκρη της σκηνής

κοντά στα παρασκήνια

στο σκοτάδι

στην αφάνεια

που τον τραβούν βίαια

αναπολεί τις περασμένες δόξες

την γλυκεία εξουσία

τους χαιρετισμούς

τους δυνατούς προβολείς

τον στρόβιλο της κραταιάς επωνυμίας

την επιβεβαίωση των ανδρών

τις υποσχέσεις στα μάτια των γυναικών

την αυθόρμητη προσέλευση

έλκυε σαν μαγνήτης



και τώρα πρέπει αυτός να πλησιάζει

να μιλήσει

ένας ηθοποιός χωρίς σκηνή

χωρίς ρόλο χωρίς κοινό

νοσταλγεί ανώφελα

άλλους καιρούς

αλλά χρόνια

τότε που έπινε λαίμαργα

με πάθος

το γλυκό ποτό της αναγνωρισιμότητας 




[1] εξωπότιν, το: το τελευταίο ποτήρι του ποτού.

 

10/9/24

καρκάρισμαν[1]



θεέ μου όταν κάνει μπόρα

τα παιδάκια στα υπόγεια 

τι κάνουν

πλημμυρίζουν οι δρόμοι

μανιασμένη η βροχή

μαζευόταν όλο το καλοκαίρι

φούσκωνε 

ασφυκτιούσα  φυλακισμένη

εξόριστη άτμιζε 



έσκασε τώρα ασυγκράτητη

ορμητική

παρασύρει βρόμα

εκκρίματα ανθρώπων και άλλων ζώων

απορρίμματα άσκεφτα πεταμένα

οικοσκευές αστέγων 

βουλώνουν τα φρεάτια



θυμωμένος ο Δίας

δεν τα κατάφερε

βροντά και αστράφτει

θυμωμένος

μεγάλωσε και αυτός

εγέρασε

θέλει να δείξει

ότι ακόμα είναι ο βασιλεύς

ο τρανός



βόμβες εκρήγνονται

στον  μαυρισμένο

ηλεκτρισμένο ουρανό

ανήσυχα φοβισμένα

πετάγονται τα φλύαρα στρουθία

δεν ακούγονται

κατάπιαν τα τιτιβίσματα

οι σκύλοι αλυχτάνε

ο ήλον εκαρκάριξεν [2]

στο προσκήνιο

τα παραγκωνισμένα νέφη τον κυνηγούν

τον καλύπτουν

τον δροσίζουν 

παίζουν κλέφτες και αστυνόμους



λασποποτάμια οι δρόμοι

αταβισμοί

ποτάμια που φυλακίστηκαν

αναβιώνουν

κραυγάζουν

αντλήσεις υδάτων

τρέχουν οι πυροσβέστες

άφθονο νερό παντού

ανεπιθύμητο τώρα

πρόσφατα

το αναζητούσαν απεγνωσμένα





[1] καρκαρίζω,ρ.: κάνω θόρυβο, βροντώ.

 

[2] ο ήλιος επρόβαλε μεταξύ των πυκνών νεφών 

7/9/24

άρρητα



πέρασε ο καιρός

άρρητα τα επιθυμητά λόγια

φυλακισμένα

περιμένουν κάποιος

από μηχανής θεός

να ανοίξει την χαλασμένη

σκουριασμένη σαθρή

κραταιά κλειδαριά

να ακουστούν

να ξεχυθούν

μαραζώνουν αθόρυβα

βαθιά

στα ανήλια υγρά υπόγεια



τα μάτια άτολμα

χαμηλώνουν

κοιτούν

προσηλώνονται

στο κακοφτιαγμένο λερό πεζοδρόμιο



ασυναίσθητα το κορμί

συρρικνώνεται

νευρόσπαστο

αιδώς δειλία

το καλύπτει



μόνο ο νους τρέχει

ζωηρός ακάματος

δημιουργεί

φαντάζεται

ιστορίες αγάπης

ασυγκράτητου αληθινού έρωτα



αισιόδοξος

ανεδαφικός

συνεχίζει απτόητος

χαμογελά ειρωνικά

ο γερασμένος χρόνος 



3/9/24

καθαρμός



ο ήλιος έδυε ξεροψημένος

καυτός ιδρωμένος

θολό ακίνητο το αεράκι

αμίλητο κουρασμένο

διαστέλλονταν

διαλύονταν



αχνίζουσα η λιμνοθάλασσα

σκοτεινή μυστήρια

επώαζε αιμοδιψή κουνούπια 

μηχανεύονταν

επίβουλα σχέδια επίθεσης

αθόρυβα ακόμα

ύπουλα καραδοκούσαν

ο ιδρώτας κυλούσε

πότιζε τα σινιέ ενδύματα



περιέδεναν τα ταλαιπωρημένα σώματα

επιθυμούσαν

βίαιη έκδυση

να βυθισθούν

γυμνοί ελεύθεροι

στην αμφίβολη λίμνη

ξεπρόβαλε φεγγάρι

γυαλιστερό

φωτεινό λαμπερό 

νεαρός άνδρας

ημίγυμνο άγαλμα



αφρίζον  ύδωρ

έρεε

στο ωραίο μελένιο σώμα

αποκάλυψη

καθαρμοί πριν την δουλεία

ο νεαρός Νάρκισσος

λούζονταν αμέριμνος

στον δημόσιο χώρο

προς τέρψη των εισερχομένων

με τις τέλειες αναλογίες του

έφηβος άνδρας

δέρμα λείο αψεγάδιαστο

άγριο άτι

έτοιμο να καλπάσει

σε απέραντα λιβάδια



ήταν νέος και ωραίος

το γνώριζε

το κορμί του ανάδυε

αθέλητα την γνώση

επιθυμητό

για άνδρες και γυναίκες

εικόνα νεαρού θεού ζώντος



πρόσκαιρη εφήμερη

περιμένουν υπομονετικά

η δουλεία και ο ανελέητος χρόνος

να χαράξουν

να τσαλακώσουν

να λεηλατήσουν

άτεχνα άτσαλα  χαιρέκακα

τον νεαρό ανέμελο

χαμογελαστό εύμορφο έρωτα