19/9/24

καμίαν,



 καμίαν,[1]



γυρίζει στο άδειο σπίτι

με τα βαριά αλώβητα έπιπλα

τα ακριβά μπιμπελό

τους παλαιούς πίνακες

πλήρες επιπλωμένο

όλες οι ηλεκτρικές συσκευές

αθόρυβες υπάκουες περιμένουν



τα πιάτα παρατεταμένα

στην σειρά

αχρησιμοποίητα

αλάδωτα

σεντόνια ατσαλάκωτα

άσπιλα

μυρωδιές ξεθυμασμένης λεβάντας

χωρίς ίχνος ιδρώτα σπέρματος

μύξας  και συναφών

υγρών και οσμών 



κενός ο οίκος

του ανθρώπου

σιγή θανάτου κυριαρχεί

ευτυχώς

περνούν τα δίκυκλα

χωρίς εξάτμιση

ταράσσουν για λίγο

την ανυπαρξία

τρομάζει ο λήθαργος

τραντάζεται το κενοτάφιο



έτοιμο από καιρό

το διαμέρισμα

για οικογένεια

για φωνές παιδιών

οσμές περίπλοκων καλομαγειρεμένων φαγητών



ασυντρόφιστα τα εσώρουχα

στεγνώνουν μοναχικά

κρυμμένα

στην καλοστεκούμενη απλώστρα

ελαφρύ το φορτίο της

αρνείται να συνταξιοδοτηθεί



ακούει τον ήχο της πόρτας

που κλείνει

γυρίζει το κλειδί

αιχμηρό κατσαβίδι 

βυθίζεται επώδυνα

στα σωθικά της

οι σύρτες  αποκλείουν

και τους κλέφτες

ασφαλής η μοναξιά της



τέλος σκέφτεται

χαιρετίζει άρρητα

με καημό

την πικρή ανεπιθύμητη μοναχία

αντικρίζει με θλίψη

το μουσειακό απάτητο σκοτεινό σαλόνι

στο καθρέπτη

ξεπροβάλλει

μια άγνωστη μουτρωμένη

αφώτιστη φιγούρα

απόμακρη

σκυμμένο το  κεφάλι

ζωγραφιστή οδύνη

εστιάζει στην μαύρη γη

την καρτερεί υπομονετικά



χώνεται κουλουριάζεται

παστρική απροστάτευτη

στο στρωμένο καθαρό κρεβάτι

γερασμένο αθώο απροστάτευτο

ταπεινό βρέφος

ποιος ξέρει

αυτή την νύχτα ίσως

ίσως

σπλαχνικώς

ο Μορφέας να της χαρίσει

το όναρ που επιθυμεί. 





[1] καμίαν, επίρ: ποτέ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου