10/9/24

καρκάρισμαν[1]



θεέ μου όταν κάνει μπόρα

τα παιδάκια στα υπόγεια 

τι κάνουν

πλημμυρίζουν οι δρόμοι

μανιασμένη η βροχή

μαζευόταν όλο το καλοκαίρι

φούσκωνε 

ασφυκτιούσα  φυλακισμένη

εξόριστη άτμιζε 



έσκασε τώρα ασυγκράτητη

ορμητική

παρασύρει βρόμα

εκκρίματα ανθρώπων και άλλων ζώων

απορρίμματα άσκεφτα πεταμένα

οικοσκευές αστέγων 

βουλώνουν τα φρεάτια



θυμωμένος ο Δίας

δεν τα κατάφερε

βροντά και αστράφτει

θυμωμένος

μεγάλωσε και αυτός

εγέρασε

θέλει να δείξει

ότι ακόμα είναι ο βασιλεύς

ο τρανός



βόμβες εκρήγνονται

στον  μαυρισμένο

ηλεκτρισμένο ουρανό

ανήσυχα φοβισμένα

πετάγονται τα φλύαρα στρουθία

δεν ακούγονται

κατάπιαν τα τιτιβίσματα

οι σκύλοι αλυχτάνε

ο ήλον εκαρκάριξεν [2]

στο προσκήνιο

τα παραγκωνισμένα νέφη τον κυνηγούν

τον καλύπτουν

τον δροσίζουν 

παίζουν κλέφτες και αστυνόμους



λασποποτάμια οι δρόμοι

αταβισμοί

ποτάμια που φυλακίστηκαν

αναβιώνουν

κραυγάζουν

αντλήσεις υδάτων

τρέχουν οι πυροσβέστες

άφθονο νερό παντού

ανεπιθύμητο τώρα

πρόσφατα

το αναζητούσαν απεγνωσμένα





[1] καρκαρίζω,ρ.: κάνω θόρυβο, βροντώ.

 

[2] ο ήλιος επρόβαλε μεταξύ των πυκνών νεφών 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου