1/10/24

εύκαιρος womb



 

εύκαιρος [1] womb[2]

 




ένα παιδί

διακαώς το επιθυμεί

θα κάνει τα πάντα

για να το αποκτήσει

προσπάθησε

αγωνίστηκε πολέμησε

να βρει ένα ταίρι

να κάνει την πολυπόθητη

οικογένεια

να γεμίσει το σπίτι της

την άδεια μήτρα

με κλάματα μωρών

αγαπημένων

μυρωδιές μωρών

φύλακας άγγελος θα ήταν



αυτή θα έδινε αγάπη

στοργή ελπίδα

ότι δεν είχε

ότι δεν έζησε

αλλά

η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κι επιτυχία να σε αρνείται



και καταφεύγει με λύπη

αποφασιστικότητα

σε άλλα όνειρα

σε αποστειρωμένες αυλές

που δεν φανταζόταν

προσαρμόζεται

περνούν τα χρόνια

σαν αστραπή

κυλούν χάνονται

σβήνει από το όνειρο

ο παρών  πατέρας

ας είναι αθέατος

άγνωστος μακρινός

αμέτοχος



ψάχνει για υγιή δότη

νεανικό σπέρμα

το ίδιο αποτέλεσμα

συρρικνώνονται και οι ωοθήκες

εκφυλίζονται τα εύρωστα γόνιμα

ωάρια  

συμπληρώνει άλλα χαρτιά

ερωτήσεις  ερωτήσεις

χάνονται χρήματα χρόνος

ψυχή

όνειρα ελπίδες



αυξάνει ο πόνος η απογοήτευση

οι ματαιώσεις

σκέφτεται με παράπονο

μήτρες γόνιμες

ανίκητες

ανεπηρέαστες από τις εκτρώσεις



κλείνει τα μάτια

αισθάνεται τον νικητή

να εισδύει

στο χαρούμενο χοντρό ξέγνοιαστο ωάριο

εκπορθεί το κραταιό κάστρο

τα δύο έσονται εις σάρκα μία

ταξιδεύει γλιστρά

αργά νωχελικά προσεχτικά

ταξιδεύει άφοβα

στο σκοτεινό τούνελ



εγκαθίσταται σφηνώνει στέρεα

στον εύφορο χυμώδη

αιματώδη πλακούντα

μεγαλώνει απλώνεται

πολλαπλασιάζεται γεωμετρικά

ασύστολα

το κορμί της διαστέλλεται

αλλάζει

αφουγκράζεται τους ποθητούς παλμούς



πάλλεται

δίψυχη ευτυχισμένη  

φουσκώνει

κυκλαδικό ειδώλιο

θεά της γονιμότητας

θρυμματίζεται

θυσία

θεών  άσπλαχνων





[1] εύκαιρος = άδειος, απρόσεκτος, επιπόλαιος, η εύκαιρεσα = η άδεια.

[2] womb = μήτρα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου